σαρκικός

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκικός Medium diacritics: σαρκικός Low diacritics: σαρκικός Capitals: ΣΑΡΚΙΚΟΣ
Transliteration A: sarkikós Transliteration B: sarkikos Transliteration C: sarkikos Beta Code: sarkiko/s

English (LSJ)

σαρκική, σαρκικόν, = σάρκινος (of flesh, in the flesh, fleshy, corpulent, like flesh, made of flesh, substantial, made of gut, fleshly, of the flesh) 1, χρώς, δέρμα, Sotad. 19 ; = σάρκινος 3, 1 Ep. Cor. 9.11, Ep. Rom. 7.14 (v.l.), Cod.Just. 1.3.41.4.

German (Pape)

[Seite 863] = σάρκινος, Arist. H. A. 10, 2; – bei den K. S. fleischlich, sinnlich, Gegensatz des Geistigen.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de chair;
2 qui concerne la chair, charnel;
3 adonné à la chair, sensuel.
Étymologie: σάρξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκικός -ή -όν [σάρξ] vlees-, vleselijk:; σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι vleselijke begeerten NT 1 Pet. 2.11; overdr., tegenover geestelijk. σαρκικοί ἐστε gij zijt nog aan deze wereld gebonden NT 1 Cor. 3.3; τὰ σαρκικά het materiële NT Rom. 15.27.

Russian (Dvoretsky)

σαρκικός:
1 мясной: σ. τὴν χρόαν Arst. имеющий цвет мяса;
2 плотский (μολύσματα Anth.; ἐπιθυμίαι NT).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκικός: -ή, -όν, = σάρκινος Ι (ὅπερ εἶναι διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ πνευματικός, Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802.

English (Strong)

from σάρξ; pertaining to flesh, i.e. (by extension) bodily, temporal, or (by implication) animal, unregenerate: carnal, fleshly.

English (Thayer)

σαρκικῇ, σαρκικον (σάρξ), fleshly, carnal (Vulg. carnalis);
1. having the nature of flesh, i. e. under the control of the animal appetites (see σάρξ, 3), (see σάρκινος, 3); governed by mere human nature (see σάρξ, 4) not by the Spirit of God, R G; having its seat in the animal nature or roused by the animal nature, αἱ σαρκικαι ἐπιθυμίαι, human: with the included idea of weakness, ὅπλα, σαρκικά σοφία (i. e. πανουργία, Anthol. Pal. 1,107; cf. ἀπέχου τῶν σαρκικῶν καί σωματικῶν ἐπιθυμιῶν, ' Teaching etc. 1,4 [ET]). Cf. Trench, Synonyms, § lxxi.)
2. pertaining to the flesh, i. e. to the body (see σάρξ, 2): relating to birth, lineage, etc., ἐντολή, τά σαρκικά, things needed for the sustenance of the body, Aristotle, h. anim. 10,2, p. 635a, 11; Plutarch, de placit. philos. 5,3, 7; once in the Sept., Complutensian).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σαρκικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σάρξ, σαρκός]
1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός έρωτας» β. «ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. συνεκδ. υλιστικός, ματεριαλιστικός
2. φρ. «σαρκικό φρόνημα»
εκκλ. η ροπή του ανθρώπου προς την αμαρτία.
επίρρ...
σαρκικώς / σαρκικῶς, ΝΜΑ, και σαρκικά Ν
με σαρκικό τρόπο.

Greek Monotonic

σαρκῐκός: -ή, -όν (σάρξ), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάρκα, σάρκινος, υλικός, αισθησιακός, αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

σαρκῐκός, ή, όν σάρξ
fleshly, sensual, Anth.

Chinese

原文音譯:sarkikÒj 沙而企可士
詞類次數:形容詞(11)
原文字根:屬肉體的
字義溯源:屬肉體的,屬肉體的態度,屬肉體的方法,物質的,肉身之物,屬肉身的,屬血氣的,肉體的;源自(σάρξ)*=肉體)。這字的本意,是指:滿了罪性的肉體( 羅7:14)。屬地的,屬世的,屬物質,屬肉體的條例( 來7:16),屬肉體的私慾( 彼前2:11)。與這字相對的,就是屬靈的(4152)數量太多,不能盡錄;
2) 肉體的(1) 彼前2:11;
3) 屬血氣的(1) 林後10:4;
4) 肉身之物(1) 林前9:11;
5) 屬肉身的(1) 羅15:27