συναπάγω

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπάγω Medium diacritics: συναπάγω Low diacritics: συναπάγω Capitals: ΣΥΝΑΠΑΓΩ
Transliteration A: synapágō Transliteration B: synapagō Transliteration C: synapago Beta Code: sunapa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],
A lead away with or together, τινι X.Cyr.8.3.23: abs., Id.HG5.1.23.
2 carry off with, οἱ γλυκεῖς οἶνοι.. οὐ συναπάγουσιν ἑαυτοῖς τοὺς χολώδεις χυμούς Gal.15.638.
II Pass., τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς arrested with us, PCair.Zen.640.14 (iii B.C.).
2 metaph., to be led away likewise, Ep.Gal.2.13, 2 Ep.Pet. 3.17.
3 = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω 11.3), Ep.Rom.12.16.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἄγω), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.

French (Bailly abrégé)

emmener ou détourner avec, τινι;
NT: être entraîné ; se laisser attirer.
Étymologie: σύν, ἀπάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απάγω act. geleiden, wegleiden, meeleiden; met acc. en dat. iets met iem.. (ἵππον) συναπαγαγεῖν αὐτῷ ὅπῃ κελεύσειε om het paard met hem mee weg te leiden waarheen hij maar beval Xen. Cyr. 8.3.23. pass. overdr. omgaan (met), zich houden bij, met dat.: τοῖς ταπεινοῖς met gewone mensen NT Rom. 12.16. zich laten meeslepen, met dat.: συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει hij liet zich meeslepen door hun huichelarij NT Gal. 2.13; τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ op de wegen van de wettelozen NT 2 Pet. 3.17.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰπάγω: (ᾰγ)
1 вести вслед (τὸν ἵππον τινί Xen.);
2 уводить прочь, отводить (τῶν τριήρων τρεῖς Xen.);
3 pass. следовать, подражать (τοῖς ταπεινοῖς NT);
4 увлекать, соблазнять (συναπαχθῆναι τῇ ὑποκρίσει τινός NT).

English (Strong)

from σύν and ἀπάγω; to take off together, i.e. transport with (seduce, passively, yield): carry (lead) away with, condescend.

English (Thayer)

passive, present participle συναπαγόμενος; 1st aorist συναπηχθην; to lead away with or together: ἵππον, Xenophon, Cyril 8,3, 23; τριηρεις, Hell. 5,1, 23; τόν λαόν μεθ' ἑαυτοῦ, the Sept. to be carried away with: with the dative of the thing, i. e. by a thing, so as to experience with others the force of that which carries away (Zosimus (490 A.D.>) hist. 5,6, 9 αὐτῇ ἡ Σπάρτη συναπηγετο τῇ κοινῇ τῆς Ἑλλάδος ἁλωσει), to follow the impulse of a thing to what harmonizes with it, τοῖς ταπεινοῖς (opposed to τά ὑψηλά φρονεῖν), i. e. to yield or submit oneself to lowly things, conditions, employments, — not to evade their power, Romans 12:16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἀπάγω
νεοελλ.
μεταφέρω μαζί μου με τη βία
μσν.-αρχ.
οδηγώ κάποιον μαζί με άλλους (α.«συναπήχθη τοῖς πατριώταις εἰς Σικελίαν αἰχμάλωτος», Νικ. Χων.
β. «ἵππον ἔδωκε... καὶ ἐκέλευσε τῶν σκηπτούχων τινὰ συναπάγειν αὐτῷ ὅποι κελεύσετε», Ξεν.)
αρχ.
1. παρασύρω συγχρόνως
2. μέσ. συναπάγομαι
συμπεριφέρομαι όπως κάποιος άλλος («μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦν τες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι», ΚΔ)
3. παθ. α) συλλαμβάνομαι μαζί με κάποιον
β) παρασύρομαι, παραπλανώμαι μαζί με άλλον («ἵνα μὴ τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῦ ἰδίου στηριγμοῦ», ΚΔ).

Greek Monotonic

συναπάγω: μέλ. -ξω,
I. οδηγώ κάτι μακριά από κοινού με κάποιον, απάγω, απομακρύνω μαζί με, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.
II. 1. Παθ., απάγομαι, απομακρύνομαι ομοίως, σε Καινή Διαθήκη
2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι σε κάτι, με δοτ., στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συναπάγω: μέλλ. -ξω, ἀπάγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 23. ΙΙ. παθ., ἀπάγομαι, ἀποπλανῶμαι ὁμοίως, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 13., Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 2) μεταφ., = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω ΙΙ. 3), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 16.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to lead away with another, c. dat., Xen.; absol., Xen.
II. Pass. to be led away likewise, NTest.
2. to accommodate oneself to a thing, c. dat., NTest.

Chinese

原文音譯:sunap£gw 尋-阿爬哥
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-從-帶領 相當於: (יָקַח‎ / לָקַח‎ / קָח‎)
字義溯源:一同離開,牽引,牽引去,俯就,深受別人影響;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀπάγω)=離開)組成,而 (ἀπάγω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,離)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(3);羅(1);加(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 牽引去(1) 彼後3:17;
2) 所牽引(1) 加2:13;
3) 俯就(1) 羅12:16