συνελαύνω

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελαύνω Medium diacritics: συνελαύνω Low diacritics: συνελαύνω Capitals: ΣΥΝΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: synelaúnō Transliteration B: synelaunō Transliteration C: synelayno Beta Code: sunelau/nw

English (LSJ)

fut. -ελάσω [ᾰ]: Ep. aor. συνέλασσα: pf. part.
A συνεληλάμενος Arat.176 (on the accent, v. A.D.Adv.135.5, al.), but συνεληλαμένος Plb.4.48.2, Aret.SA2.1: plpf. -ηλάσμην LXX 2 Ma.4.26: aor. Pass. -ηλάσθην Plb.18.22.6, LXX 2 Ma.5.5, Plu.Caes.17, BGU 1568.7 (iii A.D.). Used by Hom. only in pres. and Ep. aor. (exc. σὺν δ' ἤλασε in tmesi); he uses the form ξυν- where required by the metre:—drive together, ληΐδα δ' ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν Il.11.677; τὰς μὲν [βοῦς] συνέλασσεν ἐς αὔλιον h.Merc.106, cf. X.Cyr.1.4.14; σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας drove his teeth together, Od.18.98; hammer together, Plu.2.567e; weld iron, Hp.Vict.1.13; draw together, συνέλασσε κάρη χεῖράς τε h.Merc.240; drive, force, τινὰ εἰς ὀλοὴν κῆρα AP7.614.10 (Agath.), cf. Jul.Ep.89b; σ. εἰς στενόν Luc.Herm.63:—Pass., to be driven or forced into a contracted space, compressed, Epicur.Ep.2p.50U., Plb.4.48.2, Placit.4.1.4; εἰς βραχὺ διάζωμα σ. to be contracted into... Plu.Phoc.13: metaph., εἰς ἀπορίαν ἐσχάτην ἡ σωτηρία συνηλάθη Chor. p.226 B.; συνεληλαμένοι σφυγμοί Aret. SA2.1.
2 constrain, force, τινὰ ἀποστῆναι τῶν οὐ δικαίως αὐτῷ προσηκόντων Sammelb.5357.11 (v A.D.); σ. τινὰ πρὸς εὐγνωμοσύνην bring him to reason, ib. 13 (Pass.), cf. PLond.5.1711.60 (vi A.D.); εἰς τέλος σ. bring to an end, PMonac.13.70 (vi A.D.).
II match in combat, set to fight, θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι Il.20.134; θεοὺς ἔριδι ξυνελαύνεις 21.394: abs., ξυνελάσσομεν ὦκα Od.18.39.
2 intr., ἔριδι ξυνελαυνέμεν meet in quarrel, Il.22.129.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. ἐλαύνω), mit-, zusammentreiben, -bringen; ληΐδα δ' έκ πεδίου συνελάσσαμεν, Il. 11, 677; ὀδόντας, die Zähne zusammenschlagen, aus Schmerz heftig zusammenbeißen, Od. 18, 98; θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι, Il. 20, 134, in Streit zusammenbringen, zusammenhetzen, wie Il. 21, 934; mit einander kämpfen lassen, Od. 18, 39; intr., ἔριδι ξυνελαυνέμεν, Il. 22, 129, im Streit an einander geraten, mit einander kämpfen; antreiben, Xen. Cyr. 1, 4, 14; – zusammendrängen, ὑπ' Ἀχαιοῦ συνεληλαμένος εἰς τὴν πατρῴαν ἀρχήν, Pol. 4, 48, 2; auch συνηλάθησαν ἕως εἰς τοὺς ἐπιπέδους τόπους, 28, 5, 6; Sp., wie Luc. Hermot. 63; oft bei Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. συνήλασα, poét. συνέλασσα;
I. tr. pousser ensemble, d'où
1 pousser ensemble devant soi dans un même lieu;
2 pousser l'un contre l'autre, mettre aux prises;
3 réduire, resserrer ; Pass. se resserrer, se contracter;
II. intr. en venir aux mains;
NT: forcer.
Étymologie: σύν, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ελαύνω, Att. en ep. ξυνελαύνω, ook in tmes. samendrijven, bij elkaar drijven; met acc.; in vijandige zin; ἔριδι σ. in twist of strijd bij elkaar drijven, d.w.z. met elkaar in conflict brengen, slaags doen raken Il.; ook zonder ἔριδι; Od. 18.39; intrans..; ἔριδι ξ. slaags raken Il. 22.129; ook van ijzer aan elkaar smeden; Hp. Vict. 1.13; van tanden tegen elkaar slaan, op elkaar doen klappen. Od. 18.98. drijven naar, met acc. en εἰς + acc.: με... συνελαύνεις εἰς στενόν je drijft me in het nauw Luc. 70.63.

Russian (Dvoretsky)

συνελαύνω: (эп. aor. συνέλασσα; aor. pass. συνηλά(σ)θην)
1 сгонять, пригонять (ληΐδα ἐκ πεδίου Hom.; βοῦς ἐς αὔλιον HH);
2 загонять (τὰ θηρία εἰς τὰ χωρία Xen.);
3 сталкивать друг с другом (θεοὺς ἔριδι Hom.);
4 стискивать, сжимать (ὀδόντας Hom.): σ. ἐν ὀλίγῳ χεῖράς τε πόδας τε HH плотно подбирать руки и ноги, т. е. свернуться в маленький комочек;
5 заставлять, вынуждать, доводить (τινὰ εἰς βρόχον Plut.): συνελαύνεσθαι εἰς τὰ ὅπλα Plut. быть вынужденным взяться за оружие; σ. τινὰς εἰς εἰρήνην NT склонять кого-л. к миру;
6 сходиться для боя: ἔριδι ξυνελαυνέμεν Hom. сразиться друг с другом.

English (Autenrieth)

inf. ξυνελαυνέμεν, aor. συνέλασσα, subj. ξυνελάσσομεν, inf. ξυνελάσσαι: drive or bring together, booty, men in battle, Il. 11.677, Od. 18.39, Il. 20.134; intrans., ἔριδι, Il. 22.129.

English (Strong)

from σύν and ἐλαύνω; to drive together, i.e. (figuratively) exhort (to reconciliation): + set at one again.

Greek Monolingual

ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α ἐλαύνω
παρορμώ, παρακινώ
αρχ.
1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.)
2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί
3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας», Ομ. Οδ.)
4. σφυρηλατώ μαζί
5. συνωθώ μαζί, στρυμώχνω («ὑπ' Ἀχαιοῦ συνεληλαμένος εἰς τὴν πατρῴαν ἀρχήν», Πολ.)
6. μτφ. περιορίζω («εἰς ἀπορίαν ἐσχάτην ἡ σωτηρία συνηλάθη», Χορίκ.)
7. παρορμώ σε πόλεμο
8. έρχομαι σε αντίθεση, φιλονικώ
9. φρ. α) «συνεληλαμένοι σφυγμοί» — περιορισμένοι σφυγμοί (Αρετ.)
β) «εἰς τέλος συνελαύνω» — τελειώνω πάπ..

Greek Monotonic

συνελαύνω: μέλ. -ελάσω [ᾰ], αόρ. αʹ -ήλᾰσα, Επικ. -έλασσα·
I. οδηγώ μαζί, φέρνω προς τον ίδιο τόπο, στριμώχνω σ' ένα μέρος, στενοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας, έτριξε τα δόντια του, σε Ομήρ. Οδ.
II. οδηγώ σε συμπλοκή, παρακινώ σε μάχη, σε Όμηρ.· αμτβ., ἔριδι ξυνελαυνέμεν, ερίζω, ωθούμαι σε φιλονικία, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνελαύνω: μέλλ. -ελάσω [ᾰ]· Ἐπικ. ἀόριστ. συνέλασσα· μετοχ. πρκμ. συνεληλάμενος Ἄρατ. 176 (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 500, 544, 549), ἀλλὰ συνεληλαμένος Πολύβ. 4. 48, 2, Ἀρεταῖ.· ὑπερσ. -ηλάσμην Ἑβδ., παθητ. ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ] Πολύβ. 18. 5, 6, -λάσθην Ἑβδ., Πλουτ. Καῖσ. 17. Παρ’ Ὁμήρῳ εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ τῷ Ἐπικ. ἀορ. (ἐκτὸς μόνον ὅπου ὑπάρχει σὺν δ’ ἤλασε ἐν τμήσει)· ποιεῖται δὲ ὁ Ὅμ. χρῆσιν τοῦ Ἀττ. τύπου ξυν- ὅπου ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον. Φέρω πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, ὁδηγῶ εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, συνάγω, ληίδα δ’ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν Ἰλ. Λ. 677· τὰς μὲν (βοῦς) συνέλασσεν ἐς αὔλιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 106, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 4, 14· σὺν δ’ ἤλασ’ ὀδόντας, συνέκρουσε τοὺς ὀδόντας του, Ὀδ. Σ. 98· σφυρηλατῶ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 567Ε· ― ὁρμητικῶς ὠθῶ ὁμοῦ, συνέλασσε κάρη χεῖράς τε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 240· τινὰ εἰς ὁλοὴν κῆρα Ἀνθολ. Π. 7. 604· σ. εἰς στενὸν Λουκ. Ἑρμοτ. 63. ― Παθ., ἄγομαι ἢ ὠθοῦμαι βίᾳ ὁμοῦ, Πολύβ. 4. 48, 2, κτλ.· εἰς βραχὺ διάζωμα σ., συστέλλομαι εἰς…, Πλουτ. Φωκ. 13· συνεληλαμένοι σφυγμοὶ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1. ΙΙ. ἄγω εἰς συμπλοκήν, παρορμῶ εἰς πόλεμον, ὡς τὸ συνίημι. συμβάλλω, Λατ. co?mmittere, θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι Ἰλ. Υ. 134· θεοὺς ἔριδι ξυνελαύνεις Φ. 394· ἀπολ., ξυνελάσσαμεν ὦκα Ὀδ. Σ. 39. 2) ἀμετάβ., ἔριδι ξυνελαυνέμεν, συναντᾶν εἰς ἔριν, ἐρίζειν, Ἰλ. Χ. 129.

Middle Liddell

fut. -ελάσω aor1 -ήλᾰσα epic -έλασσα
I. to drive together, Il., Xen.; σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας gnashed his teeth together, Od.
II. to match in combat, set to fight, Hom.:—intr., ἔριδι ξυνελαυνέμεν to meet in quarrel, Il.

Chinese

原文音譯:sunelaÚnw 尋-誒老挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-驅使
字義溯源:共同驅使,迫使,同拉起,勸,導,和好;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐλαύνω)*=推)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 導(1) 徒7:26