χρηστότης
English (LSJ)
χρηστότητος, ἡ,
A goodness, honesty, uprightness, χρηστότητα ἀσκεῖν E.Supp.872; μέγιστον ἀγαθόν ἐστι μετὰ νοῦ χ. Men.788, cf. 472.1; χρηστότητος εἵνεκα as a reward for honesty, Aristopho 14.4 (troch.), Timocl.8.17; ποιεῖν χρηστότητα LXX Ps.13(14).3; ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀρετῇ χρηστότης = honesty accompanies virtue) Arist.VV1251b33; ἡ σὴ χρηστότης, as a honorific address, PGiss.7.15 (ii A. D.), PLond.2.411.6 (iv A. D.), etc.
II goodness of heart, kindness, Is.2.7 (but in depreciatory sense, soft-heartedness, Men. 579); εὔνοιαν καὶ χρηστότητα παρέσχητο Hdn.2.9.9; χρηστότης καὶ φιλοστοργία, φιλανθρωπία καὶ χρηστότης, Plu.Agis17, Comp.Dem.Cic.3, cf. Luc.Tim.8, D.C. 73.5; ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ θεοῦ Ep.Tit.3.4, cf. Ep.Rom.11.22, al.; χ. ἐθ' ἡμᾶς Ep.Eph.2.7; ποιεῖν χρηστότητα to show kindness, LXX Ps.118(119).65; πολλὰ τῇ χ... κτῶνται Phld.Rh.1.262S.
2 simplicity, silly good nature, ἤθους ἀπλαστία μετ' ἀλογιστίας, Pl.Def. 412e.
German (Pape)
[Seite 1376] χρηστότητος, ἡ, 1) Brauchbarkeit, Nützlichkeit, Tüchtigkeit, Güte, Sp. – 2) von Menschen, Güte, Biederkeit, Bravheit, Rechtlichkeit, Einfalt, im guten u. schlimmen Sinne; ἀσκεῖν χρηστότητα Eur. Suppl. 896; τῆς χρηστότητος ἀπολαῦσαι Is. 2, 7; bei Plat. defin. 412 e erkl. χρηστ. ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας.
French (Bailly abrégé)
χρηστότητος (ἡ) :
bonne qualité, bonté ; particul. bonté de cœur;
NT: droiture, honnêteté, vertu.
Étymologie: χρηστός.
Russian (Dvoretsky)
χρηστότης: χρηστότητος ἡ
1 хорошее качество (καρπῶν Arst.);
2 честность, порядочность Eur., Men.;
3 доброта Isae., Men., Plut.;
4 простоватость Plat.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστότης: χρηστότητος, ἡ, ἐπὶ πραγμάτων, καλὴ κατάστασις ἢ ἰδιότης, ἔξοχος ἰδιότης, ἀντίθετον τῷ κακία καρπῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 14, πρβλ. 7. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, καλωσύνη, τιμιότης, δικαιοσύνη, ἀρετή, χρηστότητα ἀσκεῖν Εὐρ. Ἱκ. 872· μέγιστον ἀγαθόν ἐστι μετὰ τοῦ χρ. Μενάνδρ. ἐν Ἀδήλ. 246, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Ὑμνίδι» 1. 1. ΙΙΙ. καλὴ διάθεσις τῆς καρδίας, ἀγαθότης, Ἰσαῖος π. Μενεκλ. Κλήρου § 8, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 51· χρηστότητος οὕνεκα, ἕνεκα χρηστότητος, Ἀριστοφῶν ἐν «Φιλωνίδι» 1, Τιμοκλ ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 17· ποιεῖν χρηστότητα, δεικνύειν καλωσύνην, ἀγαθὰς διαθέσεις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 65)· συχν. παρὰ Πλουτ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ. 2) ἁπλότης, μωρία, ἠλιθιότης, ἤθους ἀπλαστία μετ’ ἀλογιστίας, κατὰ τοὺς Ὅρους τοῦ Πλάτ. 412Ε.
English (Strong)
from χρηστός; usefulness, i.e. morally, excellence (in character or demeanor): gentleness, good(-ness), kindness.
English (Thayer)
χρηστητος, ἡ (χρηστός);
1. moral goodness, integrity: A. V. 'doeth good').
2. benignity, kindness: ἡ χρηστότης τίνος ἐπί τινα, ἀποστομια (which see)); Sept.; Euripides, Isaeus, Diodorus, Josephus, Aelian, Herodian; often in Plutarch) (See Trench, Synonyms, § lxiii.)
Greek Monotonic
χρηστότης: χρηστότητος, ἡ, λέγεται για πρόσωπα:
1. καλοσύνη, τιμιότητα, σε Ευρ.
2. καλοσύνη καρδιάς, αγαθότητα, σε Ισαίο, Κ.Δ.
Middle Liddell
χρηστότης, χρηστότητος, ἡ, [from χρηστός
1. of persons, goodness, honesty, Eur.
2. goodness of heart, kindness, Isae., NTest.
Chinese
原文音譯:crhstÒthj 赫雷士拖帖士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:用 相當於: (טוּב)
字義溯源:恩慈,良善,善,正直,憐憫,寬大;源自(χρηστός)=合用的),而 (χρηστός)出自(χράομαι)*=對待,供應)。比較: (ἀγαθωσύνη)=良善
出現次數:總共(10);羅(5);林後(1);加(1);弗(1);西(1);多(1)
譯字彙編:
1) 恩慈(9) 羅2:4; 羅11:22; 羅11:22; 羅11:22; 林後6:6; 加5:22; 弗2:7; 西3:12; 多3:4;
2) 善(1) 羅3:12
Translations
goodness
Albanian: mirësi; Aromanian: bunãtati; Asturian: bondá; Bulgarian: добрина, доброта; Catalan: bondat, bonesa; Choctaw: achukma; Czech: dobrota; Dutch: goedheid; Esperanto: boneco; Finnish: hyvyys; French: bonté; Old French: bonté; Friulian: bontât; Galician: bondade; German: Güte, Gütigkeit, Herzensgüte, Tugend, Integrität; Gothic: 𐍃𐌴𐌻𐌴𐌹, 𐌲𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: καλοσύνη; Ancient Greek: ἀγαθοσύνη, ἀγαθότης, ἀγαθωσύνη, ἀρετά, ἀρετή, ἐητύς, ἐσθλότης, εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, καλλονή, καλοκἀγαθία, κεδνοσύνη, σπουδαιότης, τὸ ἐπιεικές, τὸ χρηστόν, τοὐπιευκές, χρηστοσύνη, χρηστότης; Hebrew: טוֹב; Ido: boneso; Ingrian: hüvüsse; Irish: maitheas, maith; Italian: bontà; Judeo-Italian: טובזה; Latin: bonitas; Lithuanian: gerumas; Middle English: goodnesse; Occitan: bontat, bonesa; Old High German: guotī; Old Occitan: bontat; Polish: dobro, dobroć; Portuguese: bondade; Romanian: bunătate; Russian: доброта; Scots: guidness; Spanish: bondad; Swahili: uzuri; Swedish: godhet; Tagalog: buti; Tamil: நல்லது; Telugu: మంచితనము; Tocharian B: kärtsauñe; Turkish: iyilik; Ugaritic: 𐎉𐎁; Votic: üvüz