ἀνατολή
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
poet. ἀντολή, (ἀνατέλλω)
A rising above the horizon, of any heavenly body, e.g. the sun, freq. in plural, ἀντολαὶ ἠελίοιο Od.12.4, E.Ph.504:—also in sg., ἀπ' ἀνατολᾶς ἁλίου ἄχρι δύσεως IG4.606; δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Pl.Plt. 269a, cf. Lg.807e; distinct from ἐπιτολή (q.v.), Gem.13.3.
2 = ἐπιτολή, A. Pr.457, Ag.7; περὶ Ὠρίωνος ἀνατολήν Arist.Mete.361b23; ἀπὸ Πλειάδος ἀ. Id.HA599b11.
3 the quarter of sunrise, east, opp. δύσις, freq. in plural, ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Hdt.4.8; ἡλίου πρὸς ἀντολάς A.Pr.707; without ἡλίου, πρὸς ἀνατολάς Thphr. HP 9.15.2, Mon.Anc.Gr.14.12; πρὸς τὰς ἀ. Plb.2.14.4; ἀπὸ ἀνατολῶν LXX Nu.23.7, Ev.Matt.2.1, etc.
b the ascendant, i.e. the point where the eastern horizon cuts the zodiac, Ptol.Tetr.20.
c phase of new moon when 150 distant from sun, Cat.Cod.Astr.8(4).204, Paul.Al.G.3.
4 in plural, sources of a river, Plb.2.17.4.
II growing, of the teeth, Arist.HA501b28; of the white at the root of the nails, Poll.2.146: pl., ἀγρὸς ἀνατολὰς καὶ βλάστας ἔχει Ph.1.68, cf. LXX Je.23.5, al.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): poet. ἀντολή Od.12.4; ἀνατολίη Hsch., Sud.; ἀντολίη Sud.
I 1orto, salida, aparición de los astros ἀντολαὶ Ἠελίοιο Od.l.c., cf. A.A.7, E.Fr.482, IG 4.606 (Argos), Pl.Plt.269a, Epin.990a, Chrysipp.Stoic.2.200, Isidorus 3.22, Gem.13.1, Plu.2.400a
•fig. de la llegada del Mesías Eu.Luc.1.78, ἀ. ἀφροσύνης Ph.1.415.
2 época de la aparición de un astro o una constelación A.Pr.457, ἀπὸ Πλειάδος ἀ. Arist.HA 599b11, περὶ Ὠρίωνος Arist.Mete.361b23.
3 lugar de la aparición de los astros e.d. el cielo ἄστρων ἂν ἔλθοιμ' ἡλίου πρὸς ἀντολὰς καὶ γῆς ἔνερθεν E.Ph.504.
4 una fase de la luna anterior al cuarto creciente (con un desfase respecto al Sol de 15ḫ) Cat.Cod.Astr.8(4).204, Paul.Al.33.16.
II 1este, oriente en sg. y plu., Heraclit.B 120, A.Pr.707, Hdt.4.8, Thphr.HP 9.15.2, Plb.2.14.4, LXX Nu.23.7, De.3.27, PN.York 20.11 (IV d.C.), 21.10 (III/IV d.C.), μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν magos de oriente, Eu.Matt.2.1, θερινὴ ἀνατολή nordeste Plb.3.37.4, 34.7.10, χειμερινὴ ἀ. sudeste Hp.Aër.3.
2 la salida (del sol) μέχρι ... ἕω τε καὶ ἡλίου ἀνατολῆς Pl.Lg.807e, ἀπ' ἀνατολῶν ἐπὶ δύσεις SB 358.2 (III a.C.), cf. POxy.725.12 (II d.C.), BGU 1021.13 (III d.C.).
3 astr. nodo ascendente punto donde la órbita de la tierra corta a la eclíptica, Ptol.Tetr.1.6.2.
III 1salida, crecimiento de los dientes, Arist.HA 501b28, de la vegetación PTeb.703.51 (III a.C.), SB 7188.25 (II a.C.).
2 brote, retoño de un río, fuentes τοῦ Πάδου Plb.2.17.4, Καΰστρου Nic.Th.635, de las cabezas de la hidra, Apollod.2.5.2, de la parte superior de la uña, Poll.2.146, de Cristo, como descendiente de David, LXX Ie.23.5, de la mente comparada con el campo οὗτος (ὁ νοῦς) ... ὡς ἀγρὸς ἀνατολὰς καὶ βλάστας ἔχει Ph.1.68.
IV adv. ἀνατολάς hacia Oriente αἱ παρεμβολαὶ παρεμβάλλουσαι ἀ. LXX Nu.10.5.
German (Pape)
[Seite 211] p. ἀντολή, ἡ, 1) der Aufgang, bes. der Sonne und des Mondes, ἀντολαὶ ἠελίοιο Od. 12, 4; Her. 4, 8; Plat. Polit. 269 a; bei den Tragg., doch selten, auch der Sterne; bei Pol. 2, 17, 4 Ursprung eines Flusses, wie Ael. N. A. 9, 29. – 2) die Gegend des Aufganges, der Morgen, gew. im plur., Pol. 2, 14 u. öfter; N.T.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. lever d'un astre :
1 lever du soleil ; région du Levant, Orient;
2 lever des astres;
II. source d'un fleuve;
NT: (fig.) venue.
Étymologie: ἀνατέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατολή: поэт. ἀντολή ἡ тж. pl.
1 восход (ἀνατολαὶ ἄστρων Aesch.; Πλειάδος ἀ. Arst.); восход солнца Hom., Plat.;
2 место восхода солнца, восток Aesch., Her., Plat., Polyb. ἀ. χειμερινή (тж. pl.) Plat., Arst. место зимнего солнцестояния;
3 начало, истоки (αἱ ἀνατολαὶ τοῦ Πάδου Polyb.);
4 возникновение, появление: ἡ τῶν ὀδόντων ἀ. Arst. прорезывание зубов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατολή: ποιητ. ἀντ-: (ἀνατέλλω) τὸ ἀνίσχειν, τὸ ἀνέρχεσθαι, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὡς καὶ νῦν, συχν. κατὰ πληθ., ἀντολαὶ ἠελίοιο Ὀδ. Μ. 4· ἀπὸ ἀνατολᾶς ἁλίου μέχρι δύσεως Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1123, καὶ ἀλλ., ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἀστέρων (πρβλ. ἀνατέλλω ΙΙ.), ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 504: - ὡσαύτως καθ’ ἑν. δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Πλάτ. Πολιτικ. 269A, πρβλ. Νόμ. 807E. 2) τὸ μέρος ὅθεν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἡ ἀνατολή. Λατ. oriens, ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Ἡρόδ. 4. 8· ἡλίου πρὸς ἀνατολὰς Αἰσχύλ. Πρ. 707· μεταγ. ἄνευ τῆς λέξεως ἡλίου, πρὸς ἀνατολὰς Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 14, Πολύβ. 2. 14, 4, κτλ. 3) ὡσαύτως, ὁ χρόνος τῆς ἀνατολῆς, περὶ Ὠρίωνος ἀνατολὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2· ἀπὸ Πλειάδος ἀν. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3. 4) κατὰ πληθ. ὡσαύτως, αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 17,4. ΙΙ. ἡ αὔξησις, ὡς ἡ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 4· ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τοῦ κατὰ τὴν ῥίζαν τῶν ὀνύχων, Πολύβ. 2. 146.
English (Strong)
from ἀνατέλλω; a rising of light, i.e. dawn (figuratively); by implication, the east (also in plural): dayspring, east, rising.
English (Thayer)
ἀνατολῆς, ἡ (from ἀνατέλλω, which see), as in Greek writings;
1. a rising (of the sun and stars); light rising ἐξ ὕψους, the east (the quarter of the sun's rising): ἀνατολῶν); Herodian, 2,8, 18 (10); 3,5, 1; Josephus, contra Apion 1,14, 3 (6; 1,26, 6; Mark 16 WH (rejected) 'Shorter Conclusion'); Clement of Rome, 1 Corinthians 5,6 [ET]; Ignatius ad Romans 2,2 [ET]; Melito quoted in Eusebius, h. e. 4,26, 14; with ἡλίου added, R G T Tr WH text); plural, eastern regions, the east (Winer's Grammar, 176 (166)): Sept., Herodotus, Plato, Polybius, Plutarch, others; Philo in Flacc. § 7); with the addition of ἡλίου, (λης T Tr text WH text; L WH marginal reading).
Greek Monolingual
η (AM ἀνατολή)
1. η καθημερινή εμφάνιση του Ήλιου ή της Σελήνης ή των αστέρων στον ορίζοντα
2. ο τόπος, το σημείο του ορίζοντα όπου ανατέλλει ο Ήλιος
3. ο χρόνος, η ώρα της ανατολής
νεοελλ.
«Μεγάλη Ανατολή» η αιρετή αρχή των Τεκτονικών ή Μασονικών Στοών μιας περιοχής
μσν.- νεοελλ.
(ως κύριο όνομα) η Ανατολή
οι χώρες της Ανατολής
αρχ.
1. στον πληθ. ανατολαί
οι πηγές του ποταμού
2. (για νύχια, δόντια) έκφυση, φύτρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέλλω.
ΠΑΡ. ανατολικός
νεοελλ.
ανατολίζω, ανατολίτης, ανατολίτικος].
Greek Monotonic
ἀνατολή: ποιητ. ἀντολή (ἀνατέλλω),
1. ύψωμα, σήκωμα, ανατολή, λέγεται για τον ήλιο, συχνά στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα αστέρια, σε Αισχύλ.
2. το ένα τέταρτο του ουρανού, η Ανατολή, ως σημείο του ορίζοντα, Λατ. oriens, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀνατέλλω
1. a rising, rise, of the sun, often in plural, Od.; of the stars, Aesch.
2. the quarter of sunrise, East, Lat. Oriens, Hdt.
Chinese
原文音譯:¢natol» 安那-拖累
詞類次數:名詞(10)
原文字根:向上-完成
字義溯源:日出,東方,東邊,東,清晨,出;源自(ἀνατέλλω)=起來);由(ἀνά)*=上,上到)與(τέλος)=界限,結局)組成,而 (τέλος)出自 (τελέω)X*=有目標的計劃)。日出東方,所以有七次都是說:東方,東邊,東
出現次數:總共(10);太(5);路(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 東方(3) 太2:1; 太2:2; 太2:9;
2) 東邊(2) 太24:27; 啓21:13;
3) 東(2) 太8:11; 路13:29;
4) 出(1) 啓16:12;
5) 清晨的日光(1) 路1:78;
6) 出之地(1) 啓7:2
Mantoulidis Etymological
(τοῦ ἡλίου). Ἀπό τό ἀνατέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.