Ὑάδες

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὑάδες Medium diacritics: Ὑάδες Low diacritics: Υάδες Capitals: ΥΑΔΕΣ
Transliteration A: Hyádes Transliteration B: Hyades Transliteration C: Yades Beta Code: *(ua/des

English (LSJ)

ων, αἱ (sg. in collect. sense, Ptol.Tetr.94, Glossaria),
A the Hyades, a group of stars in the head of the Bull, Il.18.486; their morning setting (in November) was a rainy season, Hes.Op.615; hence commonly derived fr. ὕω, Lat. Pluviae, Verg.A.1.744, 3.516, Ov.Fast.5.166, v. Ὕης II; but in Lat. usually called suculae, piglings, as if fr. ὗς, ὑός, Tiroap.Gell.13.9.4; ῠ is short in Ep., though ῡ in E.Ion1156, El.468 (lyr.).
II five Nymphs named by Hes.Fr. 180; later of the Nymphs who reared Dionysus, Pherecyd.90 J.; τὰς βάκχας Ὑάδας ἔλεγον Hsch. s.v. ἔναστρος.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
les Hyades, litt. « les pluvieuses », constellation de sept étoiles à la tête du Taureau.
Étymologie: ὕω.

Russian (Dvoretsky)

Ὑάδες: ων (ῠᾰ, у Eur. ῡᾰ) αἱ Гиады (семизвездие в созвездии Тельца, с восхождением которого начинался период дождей) Hom., Hes., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Ὑάδες: -ων, αἱ, (ὕω) ἑπτὰ ἀστέρες ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Ταύρου, οἵτινες προεμήνυον ὑετὸν ὅτε ἀνέτελλον μετὰ τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Σ. 486, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 613, ἔνθα ὁ Τζέτζ. σημειοῦται: «ὑάδες λέγονται ὡς ἐν τῷ υ στοιχείῳ ἐοικυῖαι ἢ ὡς ὄμβρων ποιητικαί»· ἡ δὲ συνήθης ἐτυμολογία εἶναι ἐκ τοῦ ὕω, ὅθεν ὁ Οὐεργ. καλεῖ αὐτὰς Pluviae, Αἰν. 744, 3. 516, πρβλ. Ὀβιδίου Fast. 5. 165, καὶ ἴδε Ὕης, ΙΙ. ― Ἀλλὰ τὸ σύνηθες αὐτῶν παρὰ Λατίνοις ὄνομα ἦτο suculae, χοιρίδια, ὡς εἰ ἡ ῥίζα ἦν ὗς, ὑός, Τίρων (Tiro) παρὰ Γελλ. 13. 9, Plin. N. H. 18. 66, 1· καὶ ἡ συλλαβικὴ δὲ ποσότης εὐνοεῖ τὴν τοιαύτην ἐτυμολογίαν, ἐπειδὴ τὸ υ εἶναι βραχὺ ἐν τῷ ὀνόματι ὑάδες, ἀλλὰ μακρὸν ἐν τῷ ῥήματα ὕω, (ὁ Εὐρ. π. ὅμως ἔχει ὑάδες μετὰ ῡ, Ἴων 1156, Ἠλ. 468)· πρβλ. Πλειάδες, καὶ ἴδε Κικ. Ν. D. 2. 43. ― Ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 60 ὀνομάζει πέντε Ὑάδας ὡς Νύμφας ὡς τὰς Χάριτας, ὧν τὰ ὀνόματα Φαισύλη, Κορωνίς, Κλέεια, Φαιώ, Εὐδώρη. Μεταγενέστεροι μῦθοι περέστησαν αὐτὰς ὡς τὰς Νύμφας, αἵτινες ἀνέθρεψαν τὸν Βάκχον, Φερεκύδ. Ἀποσπ. 16, σ. 109, Sturz εἰς Ἀπολλόδ. 3. 4, 3.

English (Autenrieth)

(ὕω): the Hyades, seven stars in the head of the Bull, whose rising marks the beginning of the rainy season, Il. 18.486†.

Greek Monolingual

οι / Ύάδες, αἱ, ΝΑ, και μτγν
τ. εν. Ὑάς, -άδος, ἡ, Α
1. μυθ. νύμφες, θυγατέρες του Άτλαντος και της Πληιόνης, αδελφές του Ύαντος, οι οποίες πέθαναν από λύπη για τον θάνατό του και μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αστέρες
2. σμήνος αστέρων στον αστερισμό του Ταύρου, τών οποίων η επιτολή και η δύση συνδέθηκε από την παράδοση με την περίοδο τών βροχών
νεοελλ.
αστρον. ανοιχτό αστρικό σμήνος σχήματος πλάγιου V, που βρίσκεται μέσα στα όρια του αστερισμού του Ταύρου και αποτελεί στην πραγματικότητα τον πυρήνα ενός πιο εκτεταμένου συσσωματώματος αστέρων
αρχ.
1. μυθ. οι νύμφες που ανέθρεψαν τον Βάκχο
2. (στη Λατινική) νεαροί θηλυκοί χοίροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία του αστερισμού αυτού, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει προέλθει από τη λ. ὗς «χοίρος» (για ανάλογες ονομ. αστερισμών προερχόμενες από ον. ζώων, πρβλ. Ἄρκτος, Ἔριφοι) με κατάλ. -άδες, πληθ. της -άς, -άδος (πρβλ. Πλειάδες). Ο αστερισμός ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι η διάταξη τών αστέρων που τον αποτελούν θύμιζε την εικόνα ενός θηλυκού χοίρου περιτριγυρισμένου από τα μικρά του. Η παλαιότερη σύνδεση της λ. με το ρ. ὕει «βρέχει», η οποία στηριζόταν στην άποψη ότι η ανατολή και η δύση του αστερισμού αυτού συνέπιπτε μ'ε την περίοδο τών βροχών, είναι παρετυμολογική].

Greek Monotonic

Ὑάδες: -ων, αἱ (ὕω), Υάδες, επτά αστέρια στην κεφαλή του αστερισμού του Ταύρου· προμήνυαν βροχή όταν ανέτελλαν μαζί με τον ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. (η συνήθης ετυμολογία είναι από το ὕω, πρβλ. Λατ. Pluviae· αλλά, το αυθεντικό Λατ. όνομα ήταν suculae, γουρουνάκια, χοιρίδια, όπως αν προερχόταν από την √ὟΣ· αυτή η ετυμολογία συμφωνεί με την συλλαβική ποσότητα, επειδή το υ είναι βραχύ στο ὑάδες, αλλά μακρό στο ὕω· ο Ευρ. πάντως παραδίδει το ὑάδες με ).

Middle Liddell

[ὕω]
the Hyades, seven stars in the head of the bull, which threatened rain when they rose with the sun, Il., Hes. [Commonly deriv. from ὕω, cf. Lat. Pluviae: but the genuine Lat. name was suculae, piglings, as if ὗς were the root; and this agrees with the quantity, υ being short in ὑάδες, long in ὕω: Eur. however has ὑάδες with ῡ.]

Frisk Etymology German

Ὑάδες: (υ und υ)
{Uádes}
Grammar: f. pl.
Meaning: N. eines Sternbilder, die Hyaden (seit Σ 486), sekund. sg. Ὑάς von der ganzen Gruppe.
Etymology : Bildung wie Πλειάδες, Κυκλάδες, χολάδες u.a. Im Altertum seit Hellanikos meist als " Regensterne" zu ὕει gezogen, eine Deutung, die indessen aus sachlichen Gründen nicht haltbar ist. Vielmehr von ὗς Schwein, wie bei Ἄρκτος,Ἔριφοι u.a. mit einem aus der Tierwelt geholten Gleichnis : die Sterngruppe mit dem hellen Aldebaran im Kreis der viel schwächeren übrigen Sterne konnte der Volksphantasie als Muttersau mit ihren Ferkeln erscheinen; vgl. noch συάδες· αἱ ὕες, ἐσχηματισμένως H. Ebenso lat. Suculae ib., das nicht Lehnübersetzung aus dem Griech. zu sein braucht, sondern auch als unabhängige volkstümliche Schöpfung gut denkbar ist; s. Scherer Gestirnnamen 146 ff. m. ausführl. Behandlung, auch Szemerényi KZ 71, 2 16 f.
Page 2,952