κακόω
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
A maltreat, distress, in Hom. always of persons, κεκακωμένοι ἐν Πύλῳ ἦμεν, ἐλθὼν γάρ ῥ' ἐκάκωσε βίη Ἡρακληείη Il.11.689; μηδὲ… κάκου κεκακωμένον afflict not the afflicted, Od.4.754; ἠμὲν κυδῆναι… βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι 16.212, cf. 20.99; ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ' ἐκδίκως A.Pr.976; κ. (θεὸς) δῶμα Id.Fr.156; κ. τοὺς ἀναιτίους E.HF 1162; τοὺς Ἀθηναίους Th.8.32; τὸν δῆμον Lys.13.91; ἑαυτούς Pl. Mx.248c:—in Pass., to be in ill plight, be distressed, κεκακωμένος ἅλμῃ = befouled with brine, Od.6.137 (v. supr.): generally, Hdt.1.170, al., A.Pers.728 (troch.), S.OC261, And.2.16, Th.4.25; πρὸς θεῶν κακοῦται E.Hel.268; ἐκάκωτο ὑπὸ τῆς πορείας X.An.4.5.35; ἐκ πυρετοῖο AP11.382.1 (Agath.).
2 of things, spoil, ruin, τὰ κοινά Hdt.3.82; τὸ ναυτικόν Th.8.78; of the air, injure a plant, Thphr.CP2.11.2; τὰ κακούμενα τῆς Χώρας Aen.Tact.15.1: Astrol., render unpropitious, Vett. Val.70.22 (Pass.): physically, injure, paralyse, τὰς ἀρχὰς τῶν νεύρων Gal.2.690:—Pass., κακοῦται πᾶν τὸ σκέλος deteriorates, Hp.Art.58.
German (Pape)
[Seite 1305] schlecht machen, übel zurichten, mißhandeln; ἐκάκωσε (ἡμᾶς) βίη Ἡρακληείη Il. 11, 690, μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον Od. 4, 754; Gegensatz κυδῆναι 16, 212; κεκακωμένος ἅλμῃ, durch das Seewasser entstellt, 6, 137; κακοῦσί μ' ἐκδίκως Aesch. Prom. 978; στρατὸς κακωθείς, vernichtet, Pers. 714; τὸν κακούμενον ξένον Soph. O. C. 262; in Prosa, auch von Sachen, οἱ κακοῦντες τὰ κοινά Her. 3, 87; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν 1, 196; τὸ ναυτικόν Thuc. 8, 78; verwüsten, 8, 32; τὸν δῆμον Lys. 15, 91; καὶ ἀποκτιννύναι Plat. Polit. 301 d; ὀρφανόν Legg. XI, 928 c; Sp. Vgl. κάκωσις.
French (Bailly abrégé)
κακῶ :
ao. ἐκάκωσα;
1 maltraiter, acc.;
2 endommager : κεκακωμένος ἅλμῃ OD abîmé par l'eau de mer ; κακοῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας XÉN être fatigué ou meurtri par la marche ; fig. mettre dans une situation pénible, rendre malheureux ; κακοῦν τὰ κοινά HDT compromettre les affaires ; τὸ ναυτικόν THC endommager ou perdre la flotte;
NT: contraindre par de mauvais traitements.
Moy. κακόομαι, κακοῦμαι = s'aggraver en parl. d'une maladie;
Étymologie: κακός.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόω:
1 мучить, угнетать, притеснять, обижать (τινα Hom., NT; τὸν δῆμον Lys.; ὀρφανόν Plat.; τοὺς ἀναιτίους Eur.): ἐκεκάκωτο ὑπὸ τῆς πορείας Xen. (лошадь) была измучена (тяжелым) переходом; ἐν τῇ θαλάσσῃ κεκακωμένος Plut. измученный морским путешествием;
2 причинять ущерб, наносить вред (οἱ κακοῦντες τὰ κοινά Her.);
3 разрушать, сокрушать, уничтожать (τὸ ναυτικόν Thuc.): στρατὸς κακωθείς Aesch. разгромленное войско;
4 изнурять, подтачивать (τὸ σῶμα ἀνατάσει Plut.);
5 грабить, разорять (τοὺς Ἀθηναίους Thuc.);
6 огорчать, печалить: μὴ γέροντα κάκου κεκακωμένον Hom. не огорчай старика (Лаэрта и без того уже) огорченного;
7 пачкать, обезображивать: κεκακωμένος ἅλμῃ Hom. (Одиссей), обезображенный морской водой, т. е. покрытый грязью;
8 озлоблять, раздражать (τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατά τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
κακόω: μέλλ. ώσω, (κακὸς) κακῶς μεταχειρίζομαι, κακοποιῶ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, κεκαμωμένοι ἐν Πύλῳ ἦμεν, ἐλθὼν γὰρ ἐκάκωσε ὁ Ἡρακλῆς Ἰλ. Λ. 690· μηδὲ γέροντα κάκου κεκαμωμένον Ὀδ. Δ. 754· ἡμὲν κυδῆναι... βροτόν, ἡδὲ κακῶσαι ΙΙ. 212, πρβλ. Υ. 99· ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ’ ἐκδίκως Αἰσχύλ. Πρ. 976· κ. θεὸς δῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 160· κ. τοὺς ἀναιτίους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1162· τοὺς Ἀθηναίους Θουκ. 8. 32, πρβλ. 4. 25· τὸν δῆμον Λυσ. 138. 38· ἑαυτοὺς Πλάτ. Μενέξ. 248C: - ἐν τῷ Παθ., ὡσαύτως, πάσχω, ὑποφέρω, εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, κεκαμωμένος ἅλμῃ, εὑρισκόμενος εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν, κακῶς διακείμενος ἕνεκα τῆς ἐν τῇ θαλάσσῃ κακουχίας, ἢ ἕνεκα τοῦ ἐπὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ ἐπικειμένου ῥύπου ἐκ τῆς θαλασσίας ἅλμης, Ὀδ. Ζ. 137 (ἴδε ἀνωτ.)· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 170, 196., 2. 133, Αἰσχύλ. Πέρσ. 728, Σοφ. Ο. Κ. 261, Ἀνδοκ. 21. 36· πρὸς θεῶν κακοῦται Εὐρ. Ἑλ. 268· ἐκάκωτο ὑπὸ τῆς πορείας Ξεν. Ἀν. 4. 5, 35· ἐκ πυρετοῖο Ἀνθ. Π. 11. 382. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βλάπτω, διαφθείρω, καταστρέφω, τὰ κοινὰ Ἡρόδ. 3. 82· τὸ ναυτικὸν Θουκ. 8. 78· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, βλάπτω φυτόν τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 1. 2) ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ ἀσθενειῶν, χειροτερεύω, βαίνω ἐπὶ τὸ χεῖρον, Ἱππ. Μοχλ. 853· κακοῦται τὸ σκέλος ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 825.
English (Autenrieth)
imp. κάκου, aor. ἐκάκωσα: bring to evil or trouble, maltreat, disfigure, Od. 6.137 ; κεκακωμένοι, ‘in a sad plight,’ Il. 11.689 ; μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον, ‘afflict the afflicted,’ Od. 4.754.
English (Strong)
from κακός; to injure; figuratively, to exasperate: make evil affected, entreat evil, harm, hurt, vex.
English (Thayer)
κακῷ: future κακώσω; 1st aorist ἐκάκωσα; (κακός);
1. to oppress, afflict, harm, maltreat: τινα, Alex.; in Greek writings from Homer down).
2. by a usage foreign to the classics, to embitter (Vulg. ad iracundiam concito); render evil affected (Josephus, Antiquities 16,1, 2; 7,3; 8,6): τήν ψυχήν τίνος κατά τίνος, against one, Acts 14:2.
Greek Monotonic
κᾰκόω: μέλ. -ώσω (κακός), λέγεται για πρόσωπα,
1. μεταχειρίζομαι άσχημα, μεταχειρίζομαι, βλάπτω, κακοποιώ, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., υφίσταμαι δεινά, βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, γίνονται αντικείμενο κακομεταχείρισης, σε Όμηρ. κ.λπ.· κεκακωμένος ἅλμῃ, λερωμένος, μολυσμένος με σαλαμούρα, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πράγματα, φθείρω, καταστρέφω, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
κᾰκόω, fut. -ώσω κακός
1. of persons, to treat ill, maltreat, afflict, distress, Hom., Aesch., etc.:—Pass. to suffer ill, be in ill plight, be distressed, Hom., etc.; κεκακωμένος ἁλμῇ befouled with brine, Od.
2. of things, to spoil, ruin, Hdt., Thuc.
Chinese
原文音譯:kakÒw 卡可哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:邪惡 相當於: (עָנָה) (מֵרֵעַ / רָעַע)
字義溯源:傷害,虐待,激怒,損害,苦害,苦待,苦,害;源自(κακός)*=卑劣的)
出現次數:總共(6);徒(5);彼前(1)
譯字彙編:
1) 苦害(2) 徒7:19; 徒12:1;
2) 要害(1) 彼前3:13;
3) 害(1) 徒18:10;
4) 苦(1) 徒14:2;
5) 苦待(1) 徒7:6
Lexicon Thucydideum
malo afficere, frangere, debilitare, to harm, crush, weaken, 1.33.3, 3.87.2, [vulgo commonly ἀθηναίους τε, et post and after μᾶλλον additur is added τούτου ἐπίεσε καὶ]. 6.18.4, 6.85.1, 7.24.3, 7.27.3, 8.5.5,
item likewise 8.32.3. 8.45.1, 78,
infestare, to harass, disturb, 2.25.1, 4.52.3,
PASS. frangi, debilitari, to be crushed, weakened, 1.38.6, 2.61.2, 3.112.8, 4.25.10, 4.87.2. 6.78.2. 8.60.2. 8.68.2.