μεταίρω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταίρω Medium diacritics: μεταίρω Low diacritics: μεταίρω Capitals: ΜΕΤΑΙΡΩ
Transliteration A: metaírō Transliteration B: metairō Transliteration C: metairo Beta Code: metai/rw

English (LSJ)

Aeol. (also in Trag.) πεδ-,
A lift up and remove, shift, ἄγαλμα ἐκ βάθρων E.IT1157; πεδαίρειν κῶλον, πόδα, Id.HF819 (lyr.), 872 (troch.); ἐκ τόπων νέους πεδαίρουσα Id.Ph.1027 (lyr.); (ἀναθέματα) OGI573.15 (Cilicia, i A. D.):—Pass., Plu.Alex.76, Diog.Ep.37.4.
2 repeal, ψήφισμα μ. D.19.174.
II intr., depart, ἐκεῖθεν Ev.Matt.13.53, cf. 19.1.

German (Pape)

[Seite 147] (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. μεταρῶ, ao. μετῆρα;
enlever pour transporter;
NT: partir ; s'en aller d'un lieu vers un autre.
Étymologie: μετά, αἴρω.

Russian (Dvoretsky)

μεταίρω: эол. πεδαίρω
1 переносить, уносить (θεᾶς ἄγαλμα ἐκ βάθρων Eur.);
2 (тж. πεδαίρειν κῶλον или πόδα Eur.) уходить, удаляться (ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας NT);
3 похищать (νέους Eur.);
4 аннулировать, отменять (ψήφισμα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταίρω: Αἰολ. πεδ-, ἐγείρω καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, ἄγαλμα ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε κῶλον, πόδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· ψήφισμα μ., ἀνακαλεῖν ψήφισμα, καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, μεταναστεύω, ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· ἀπέρχομαι, ἐκεῖθεν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.

English (Strong)

from μετά and αἴρω; to betake oneself, i.e. remove (locally): depart.

English (Thayer)

1st aorist μετῆρα;
1. transitive, to lift up and remove from one place to another, to transfer, (Euripides, Theophrastus, others).
2. in the N.T. intransitive (cf. Winer's Grammar, § 38,1; (Buttmann, § 130,4)) to go away, depart (German aufbrechen): ἐκεῖθεν, Aq.); followed by ἀπό with the genitive of place, Matthew 19:1.

Greek Monolingual

μεταίρω (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω)
σηκώνω κάτι και το μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ
2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αἴρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

μεταίρω: Αιολ. πεδ-,
I. σηκώνω και απομακρύνω, μετατοπίζω, μετακινώ, σε Ευρ.· ψήφισμα μεταίρω, ανακαλώ μια απόφαση, σε Δημ.
II. αμτβ., αναχωρώ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

aeolic πεδ
I. to lift up and remove, to shift, Eur.; ψήφισμα μ. repeal a decree, Dem.
II. intr. to depart, NTest.

Chinese

原文音譯:meta⋯rw 姆特-埃羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:同著-舉起 相當於: (גָּלָה‎) (כָּפַר‎) (שׂוּג‎) (סוּר‎ / סָר‎ / שׂוּר‎)
字義溯源:去,離開,離去,離,遷移,挪去;由(μετά)*=同)與(αἴρω)*=舉起)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 就離(1) 太19:1;
2) 他就離開(1) 太13:53