προσαιτέω

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαιτέω Medium diacritics: προσαιτέω Low diacritics: προσαιτέω Capitals: ΠΡΟΣΑΙΤΕΩ
Transliteration A: prosaitéō Transliteration B: prosaiteō Transliteration C: prosaiteo Beta Code: prosaite/w

English (LSJ)

A ask besides, οὐδέν Pi.Fr.177.6; αἷμα προσαιτέω demand more blood, A. Ch.401 (anap.); προσαιτέω μισθόν demand higher pay, X.An.1.3.21.
2 demand or require for a purpose, ὅσους… τὰ ἔργα προσαιτοίη Id.Vect.4.39.
II ask as well as others (sc. for a share), and so, c. acc. pers., ask an alms of, Hdt.3.14, Isoc.7.83, etc.: c. acc. rei, beg for a thing, βίοτον, στρατιάν, E.Hel.791, Ar.Lys.1141: c. dupl. acc., beg somewhat of one, E.Hel.512, X.An.7.3.31: c. gen., beg some of…, Plu.Alc.4: abs., to be importunate, E.Supp. 64 (lyr.), Ar.Ach.429, 452; to be a beggar, Pl.Smp.203b, PCair.Zen.493.6 (iii B.C.), prob. in Plu. 2.294a.

German (Pape)

[Seite 748] noch dazu verlangen, fordern, mehr verlangen, ἄλλο αἷμα, Aesch. Ch. 395; anflehen, die Götter, Eur. Suppl. 64; ansprechen, betteln, mit dem Nebenbegriffe der Zudringlichkeit u. Kriecherei, τυράννους βίον, Hel. 519; τὴν στρατιήν, Her. 3, 14; Ar. Ach. 404. 427; Plat. Conv. 203 b Phaedr. 233 e; Xen. An. 7, 3, 21; μισθόν, mehr Sold fordern, 1, 3, 21; Sp.

French (Bailly abrégé)

προσαιτῶ :
1 demander en outre ou encore plus de, acc. : μισθόν XÉN réclamer une solde plus forte;
2 demander vers, càd avec insistance ; prier, supplier : τινα, qqn ; particul. mendier : τι qch ; τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, αἰτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αιτέω erbij vragen:. π. μισθόν soldij erbij vragen Xen. An. 1.3.21; οὐδέν σε προσαιτοῦντες zonder je verder iets te vragen Xen. An. 7.3.31. smeken:; στρατιάν προσαιτῶν smekend om een leger Aristoph. Lys. 1141; bedelen; met acc. v. d. pers..; π. τὴν στρατιήν bij het leger bedelen Hdt. 3.14.7; met acc. van de zaak; π. βίοτον om voedsel bedelen Eur. Hel. 791; abs. bedelaar zijn. Plat. Smp. 203b.

Russian (Dvoretsky)

προσαιτέω:
1 просить еще, требовать дополнительно: π. μισθόν Xen. просить прибавки к жалованью; π. ἄλλο αἷμα Aesch. требовать другой крови (в виде возмездия за пролитую кровь);
2 настойчиво выпрашивать, вымаливать (τινά τι Xen., Eur.);
3 просить подаяния NT: π. τὴν στρατιήν Her. просить милостыни у солдат.

English (Slater)

προσαιτέω beg for δ' οὐδὲν προσαιτέων ἐφθεγξάμαν ἔπι fr. 177f.

English (Strong)

from πρός and αἰτέω; to ask repeatedly (importune), i.e. solicit: beg.

English (Thayer)

(προσαίτης) προσαιτου, ὁ, a beggar: T Tr WH; τυφλός). (Plutarch, Lucian, (Diogenes Laërtius 6,56.)

Greek Monotonic

προσαιτέω: μέλ. -ήσω,
I. ζητώ επιπλέον, αἷμα προσαιτέω, απαιτώ περισσότερο αίμα, σε Αισχύλ.· προσαιτέω, απαιτώ υψηλότερο μισθό, σε Ξεν.
II. με αιτ. προσ., ζητώ επίμονα, ζητώ την ελεημοσύνη κάποιου, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., παρακαλώ για κάποιο πράγμα, σε Ευρ.· με διπλή αιτ., παρακαλώ κάτι από κάποιον, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., ζητώ επίμονα, γίνομαι φορτικός, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαιτέω: αἰτῶ προσέτι, οὐδὲν Πινδ. Ἀποσπ. 166˙ ἄλλο προσαιτεῖν αἷμα Αἰσχύλ. Χο. 401˙ πρ. μισθόν, ἀπαιτῶ πλειότερον μισθόν, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21. 2) προσαπαιτῶ πρός τινα σκοπόν, εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ’ ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4, 39. ΙΙ. ἐπιμένω αἰτῶν, καὶ οὕτω μετ’ αἰτιατ. προσώπ., ζητῶ μετὰ παρακλήσεων ἐλεημοσύνην παρά τινος, ἐπαιτῶ, Ἡρόδ. 3. 14, Ἰσοκρ. 156Ε, κτλ.˙ μετ’ αἰτ. πράγματ., οὔ που προσῄτεις βίοτον; Εὐρ. Ἑλ. 791, Ἀριστ. Λυσ. 1141˙ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἄλλους τυράννους αὐτὸν ὄντα βασιλέα βίον προσαιτεῖν Εὐρ. Ἑλ. 512˙ οὐδέν σε προσαιτοῦντες, οὐδὲν ζητοῦντες ἐπὶ πλέον παρὰ σοῦ, Ξεν. Ἑλ. 7. 3, 13˙ ― μετὰ γενικ., αἰτῶ ὀλίγον ἐκ…, Πλουτ. Ἀλκιβ. 4˙ ― ἀπολ., ἐπιμόνως αἰτῶ, γίνομαι φορτικὸς ἐπαιτῶν, Εὐρ. Ἱκ. 94, Ἀριστ. Ἀχ. 429, 452, Πλάτ. Συμπ. 203Β.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to ask besides, αἷμα πρ. to demand more blood, Aesch.; πρ. μισθόν to demand higher pay, Xen.
II. c. acc. pers. to importune, ask an alms of, Hdt.: c. acc. rei, to beg for a thing, Eur.: c. dupl. acc. to beg somewhat of one, Eur., Xen.:—absol. to beg hard, to be importunate, Eur., Ar.

Chinese

原文音譯:prosaitšw 普羅士埃帖羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向著-請求
字義溯源:重複地請求,乞求,討飯,要求多些,繼續的求,不斷的乞求;由(πρός)=向著)與(αἰτέω)*=問)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(2);路(1);約(1)
譯字彙編
1) 討飯的(1) 約9:8;
2) 討飯(1) 路18:35