φρουρός

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρουρός Medium diacritics: φρουρός Low diacritics: φρουρός Capitals: ΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: phrourós Transliteration B: phrouros Transliteration C: frouros Beta Code: frouro/s

English (LSJ)

ὁ, watcher, guard, IG12.11.9, al., 42(1).40.16 (Epid., v/iv B. C.), E.Ion22, Rh.506; φρουροὺς ἐγκατέλιπον = left a garrison in a place, Th.2.6, cf. 4.25; ἐκβάλλειν τοὺς φ. Id.8.108; οἱ φ. οἱ ἐν Ἄνδρῳ IG22.123.10; οἳ . . ἄριστοι φ. τε καὶ φύλακες . . εἰσί Pl.R.560b; identified with φύλακες, X.Cyr.8.6.1,3; τοὺς φύλακας οἷον φρουρούς Arist.Pol.1264a26. (Contr. from *προορός (cf. οὖρος (B)), as φροίμιον from προοίμιον, φροῦδος from πρὸ ὁδοῦ.)

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ (von προοράω, vgl. φροῦδος), der Vorschauer, Wächter; Eur. Ion 22 Rhes. 506; Plat. Rep. VIII, 560 b u. öfter, u. Folgde; οἱ φρουροί, die Besatzung eines festen Platzes, Xen. Hell. 1, 6,10. 2, 2,1 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gardien, garde ; au pl. οἱ φρουροί gardes, garnison.
Étymologie: contr. p. *προορός.

Russian (Dvoretsky)

φρουρός:
1 дозорный, караульный, страж, Eur., Thuc., Plat.;
2 солдат гарнизона: οἱ φρουροί Thuc. гарнизон; ποιεῖν τοὺς φύλακας φρουρούς Arst. превратить караульных в гарнизонных солдат.

Greek (Liddell-Scott)

φρουρός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ φρουρῶν, φύλαξ, Εὐρ. Ἴων 22, Ρῆσ. 506· φρουροὺς ἐγκαταλιπεῖν Θουκυδ. 2. 6, πρβλ. 4. 25· τοὺς φρ. ἐκβάλλειν ὁ αὐτ. 8. 108· οἵ... ἄριστοι φρ. τε καὶ φύλακες… εἰσὶ Πλάτ. Πολ. 560Β, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 20· ἐπὶ τῶν δέκα ἀρχόντων οὓς κατέστησεν ὁ Λύσανδρος εἰς Σάμον νὰ φρουρῶσι τὴν πόλιν, καὶ δέκα ἄρχοντας καταστήσας φρουροὺς (φρουρεῖν Δινδ.) Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 7· εἰσὶν ἡμῖν… φρουροὶ καὶ φρούραρχοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 6, 3· διακρίνονται οἱ φύλακες τῶν φρουρῶν, ποιεῖ γὰρ τοὺς φύλακας οἷον φρουροὺς Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 20. (Κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ προορός, ὡς φροίμιον ἐκ τοῦ προοίμιον, φροῦδος ἐκ τοῦ πρὸ ὁδοῦ· πρβλ. οὖρος (Β).)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α
1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.)
2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου, υπερασπιστής, προασπιστής (α. «φρουρός της πατρίδας» β. «φρουρός του Συντάγματος» γ. «τὸν φρουρὸν τῆς Χριστοῦ πόλεως», Ψ Χρυσ.
δ. «τῆς οἰκουμένης ἀσφαλεστάτους φρουρούς», Ανών.)
νεοελλ.
στρ. στρατιώτης ή ναύτης που φυλάγει βάρδια, σκοπός
αρχ.
(για σκύλο) φύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. φρουρός και φρουρά είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και το ρ. ὁρῶ και έχουν σχηματιστεί μέσω τ. προhορός και προ-hορά, αντίστοιχα, με πρόληψη της δασύτητας και συναίρεση τών δύο -ο- (για ανάλογο τρόπο σχηματισμού βλ. λ. φρούδος). Κατά την επικρατέστερη σήμερα άποψη, το β' συνθετικό τών τ. πρέπει να αναχθεί σε τ. -soro- / -sorā, προερχόμενους από την ετεροιωμένη βαθμίδα sor- (πρβλ. ὄρομαι, αρχαϊκός τ. ενεστ.) της ρίζας ser- (πρβλ. λατ. servo) και όχι σε τ. -Fορ-ός / -Fορ-ά, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Το πρόβλημα αυτό, ωστόσο, συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα της αρχικής μορφής της ρίζας του ρ. ὁρῶ και της ύπαρξης ή όχι -F- σ' αυτήν, καθώς και της δασύτητας, που άλλοτε εμφανίζεται και άλλοτε όχι (βλ. λ. ορώ)].

Greek Monotonic

φρουρός: ὁ, παρατηρητής, φύλακας, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. (συνηρ. από προ-ουρός όπως το φροῦδος από το πρὸ ὁδοῦ).

Middle Liddell

φρουρός, οῦ, ὁ,
a watcher, guard, Eur., Thuc., etc. [Contr. for προουρός, as φροῦδος from πρὸ ὁδοῦ.]

English (Woodhouse)

guard, one who guards, one who watches

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φύλακας). Μέ συναίρεση ἀπό τό προορός → πρό καί ρίζα ϝορ τοῦ ὁράω ὁρῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρουρά, φρούραρχος, φρούριον, φρουρικός, φρουρίς -ίδος, φρουρέω φρουρῶ, φρούρημα, φρούρησις, φρουρητήρ, φρουρητικός, φρουρητός, ἀφρούρητος, φρουρήτωρ.

Lexicon Thucydideum

milites praesidiarii, garrison troops, 1.26.1, 1.26.3. 1.26.31.28.1. 1.114.1. 1.115.5. 2.6.4, 3.7.5. 3.94.1. 4.25.11, 4.42.3. 4.68.2. 4.100.1. 4.100.5. 4.110.2. 5.2.2. 5.56.1, 6.88.5, 8.100.3. 8.108.5. 8.109.1.

Translations

guard

Albanian: rojë, resë, mbrojtës; Arabic: حَارِس‎; Egyptian Arabic: غفير‎; Armenian: պահակ, պահապան; Bashkir: һаҡсы; Belarusian: вартавы, ахоўнік, ахова; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: стража, охрана; Burmese: ကင်း, အစောင့်, အထိန်း; Catalan: guarda, guardià; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᎦᏘᏱ; Chinese Mandarin: 衛兵/卫兵, 衛士/卫士; Czech: stráž; Danish: vagt, livvagt; Dutch: wacht, bewaker, lijfwacht; Esperanto: gardisto; Estonian: valvur; Finnish: vartija, suojus; French: garde; Galician: garda, gardián, gardiá; German: Wächter; Gothic: 𐍅𐌰𐍂𐌳𐌾𐌰; Greek: φύλακας, φρουρός, σκοπός; Ancient Greek: ἀκροφύλαξ, ἀμφιβατήρ, ἀνδρωφύλαξ, ἀρήνωρ, ἀρμικούστωρ, ἀρμοκούστωρ, κούστωρ, δημόσιος, σκοπός, τηρός, φύλαξ; Haitian Creole: gad; Hebrew: מִשְׁמָר‎, שׁוֹמֵר‎; Hindi: रक्षक, पासबान, मुहाफ़िज़, संरक्षक, रखवाला; Hungarian: őr; Icelandic: vörður; Ilocano: bantayan; Indonesian: pengawal, garda; Irish: garda; Italian: guardia, piantone, custode; Japanese: 監視者, 衛兵, ガード; Khmer: ឆ្មាំ, គង្វាល; Korean: 가드, 위병; Lao: ຍາມ; Latgalian: sorgs; Latin: custos, praeses; Latvian: sargs; Macedonian: чувар; Maori: kaitiaki; Navajo: haʼasídí; Norwegian Bokmål: vakt; Nynorsk: vakt; Old English: weard; Persian: پاسبان‎, نگهبان‎, پاسدار‎; Polish: strażnik; Portuguese: guarda; Romanian: gardă, paznic, gardian, păzitor; Russian: стражник, страж, охранник, сторож, конвоир, часовой, караульный; Scottish Gaelic: freiceadan, geàrd; Serbo-Croatian: čuvar, stražar; Sicilian: guardia, vardia; Slovak: stráž, strážnik; Slovene: stražar anim, straža; Spanish: guarda, guardia, guardés; Swahili: askari, mlinzi, walinzi; Swedish: väktare, vakt, gard; Tagalog: guwardiya, bantay; Thai: ยาม, บริบาล; Turkish: bekçi; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, захисник, охорона, варта; Vietnamese: vệ sĩ

watcher

Bulgarian: наблюдател; Finnish: katsoja, tarkkailija; Ancient Greek: σκοπός; Polish: obserwator, obserwatorka, widz