ἀήσσητος

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀήσσητος Medium diacritics: ἀήσσητος Low diacritics: αήσσητος Capitals: ΑΗΣΣΗΤΟΣ
Transliteration A: aḗssētos Transliteration B: aēssētos Transliteration C: aissitos Beta Code: a)h/sshtos

English (LSJ)

Att. ἀήττητος, ον,
A unconquered, not beaten, Th.6.70, Lys.33.7, D.18.247, AP7.741 (Crin.), etc.; especially of the Stoic sage, Zeno Stoic.1.53,etc.
2 unconquerable, Pl.R. 375b, Phld.D.3Fr.88b.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): át. ἀήττητος, dór. ἀνήσσατος Theoc.6.46
1 no vencido, invicto de la caballería siracusana, Th.6.70, cf. Lys.33.7, Sm.Ps.88.8, Theoc.l.c., Plb.15.16.5, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53, ἀ. θάνατος muerte sin derrota e.e. del no vencido en combate, AP 7.741 (Crin.)
en titulaturas imperiales τὸ ἀήττητον ὑμῶν κράτος SB 7517.5 (III d.C.), PMasp.19.28 (VI d.C.), Sardis 84.9 (IV d.C.), ICr.4.284a.1 (Gortina IV d.C.).
2 invencible ψυχή Pl.R.375b, θυμός Arist.Pol.1328a7, EE 1229a28, πλήθη Plb.1.35.5, cf. Phld.D.3.fr.88b.5, ἀ. ἦν κατὰ τὴν πεττευτικήν era invencible en el juego de damas Phan.18, γνῶμαι Luc.Anach.12, cf. Aristeas 193, M.Ant.1.16.10, ἐστιν ἀ. περὶ λόγους Aristid.Or.50.49.
3 adv. ἀησσήτως = de modo invencible Poll.1.157.

German (Pape)

[Seite 44] unbesiegt, Thuc. 6, 70, s. ἀήττητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀήττητος;
1 non vaincu;
2 invincible.
Étymologie: , ἡσσάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀήσσητος: атт. ἀήττητος 2
1 непокоренный, непобежденный Thuc., Lys., Plat., Dem.;
2 неодолимый, непобедимый Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήσσητος: Ἀττ. ἀήττητος, ον, ἀνίκητος, μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.

Greek Monotonic

ἀήσσητος: μεταγεν. Αττ. ἀ-ήττητος, -ον (ἡσσάομαι),
1. ανίκητος, σε Θουκ., Δημ.
2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να νικήσει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡσσάομαι
1. unconquered, Thuc., Dem.
2. unconquerable, Plat.

Lexicon Thucydideum

qui victus non fuit, who was not conquered, 6.70.3, 7.44.3.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний