ἀπήμαντος
English (LSJ)
ἀπήμαντον,
A unharmed, unhurt, Od.19.282, cf. Hes.Th.955; ἀπήμαντος βίοτος a life free from misery, Pi.O.8.87; ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, A.Ag.378 (lyr.).
II Act., unharming, σθένος Id.Supp. 576(lyr.); of snakes, Nic.Th.492. Adv. ἀπημάντως Tz.ad Lyc.886.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. sano y salvo, carente de daño ναίει ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα Hes.Th.955, cf. Fr.229.7, πέμπειν τέ μιν ... ἀπήμαντον Od.19.282, ἡμᾶς δὲ πάντας διετήρησεν ὁ θεὸς ἀπημάντους καὶ ἀβλαβεῖς IStratonikeia 10.18 (Panamara I a.C.), ἀποκαταστῆσαι τούτους ἀπημάντους LXX 2Ma.12.25
• de abstr. de la vida humana sin penas, libre de daño ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87, ἀπήμαντον † δ' οὐδέν ἐστιν ἐν αὐτοῖς† (sc. τοῖς ἀνθρώποις) Simon.21.3, ἔστω δ' ἀπήμαντον = haya buena fortuna A.A.379
• de un árbol sano ἐλαία Lindos 2.498 (III/IV d.C.).
2 que no daña σθένος A.Supp.576, πνεῦμα LXX Sap.7.22
• inofensivo de culebras, Nic.Th.492.
3 adv. ἀπημάντως = inofensivamente, sin sufrir daño τὴν θάλασσαν ἀπημάντως ὡς διὰ γῆς πορεύεσθαι Tz.ad Lyc.886.
German (Pape)
[Seite 290] unversehrt, unbeschädigt, Od. 19, 282; βίοτος Pind. Ol. 8, 87; σθένος Aesch. Suppl. 571; vgl. Ag. 368.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sain et sauf;
2 inoffensif.
Étymologie: ἀ, πημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπήμαντος:
1 невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);
2 беспечальный, безмятежный (βίοτος Pind.);
3 целебный, благотворный (σθένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήμαντος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην ἢ κακόν τι, πέμπειν τέ μιν.. αὐτοὶ οἴκαδ’ ἀπήμαντον Ὀδ. Τ. 282· ἀπήμαντος βίοτος, βίος ἄνευ παθημάτων, «ζωὴ χωρὶς βάσανα» Πινδ. Ο. 8 ἐν τέλ.: ― ἔστω δ’ ἀπήμαντον, ἔστω ἄνευ πημάτων ἄνευ παθημάτων, Αἰσχ. Ἀγ. 378. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, σθένος ὁ αὐτ. Ἱκ. 576· ἐπὶ προσώπων, Νικ. Θ. 492. ― Ἐπίρρ. ἀπημάντως Τζέτζ. σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 886.
English (Autenrieth)
(πημαίνω): unharmed, Od. 19.282†.
English (Slater)
ᾰπήμαντος free from pain ἀπήμαντον ἄγων βίοτον (O. 8.87)
Greek Monolingual
ἀπήμαντος κ. ἀπήματος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά ή ζημιά
αρχ.
αυτός που δεν προξενεί κανένα κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημαίνω < πήμα «συμφορά, δυστυχία»].
Greek Monotonic
ἀπήμαντος: -ον (πημαίνω), αβλαβής, απείραχτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἔστω δ' ἀπήμαντον, να είσαι χωρίς παθήματα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πημαίνω
unharmed, unhurt, Od.: ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, Aesch.
Léxico de magia
-ον indemne, carente de daño o carente de dolor de la divinidad ἧκε <μοι>, κύριε, ἀμώμητος καὶ ἀπήμαντος ven a mí, señor, carente de defectos y de dolor P XIII 89 ἧκε μοι, κύριε, ... ἱλαρός, ἀπήμαντος ven a mí, señor, propicio, tú que careces de dolor P XIII 608 P XIII 604 de personas διατήρησόν με καὶ τὸν παῖδα τοῦτον ἀπημάντους guárdanos a mí y a este muchacho indemnes P V 45