ἄτεγκτος
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ἄτεγκτον,
A not to be softened by water, χαλκός Arist.Mete.385b13; κηρός Plu.2.15d (s.v.l.).
II metaph., not to be softened, παρηγορήμασιν A.Fr.348: abs., hard-hearted, relentless, S.OT336, E.HF833, Ar.Th.1047, and in late Prose, D.H.5.8, J.BJ5.9.4, Plu. TG12, Luc.DMeretr.12.3, etc. Adv. ἀτέγκτως, πρὸς ἔρωτας ἔχειν Philostr. Ep.5.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fís. que no se deja empapar, de naturaleza impermeable, de ahí que no se puede ablandar o que no cede al agua como una de las propiedades de algunos cuerpos sólidos, Arist.Mete.385a13, ejemplificado por χαλκός Arist.Mete.385b13, cf. ἄτεγκτοι· ἄβροχοι. σκληροί Hsch.
•de ahí duro κηρός c. alusión a la que Ulises pone en los oídos de sus compañeros para insensibilizarlos, Plu.2.15d, cf. Hsch.
2 fig. que no cede, inflexible, implacable c. dat. παρηγορήμασιν A.Fr.348, c. gen. τούτων τῶν δεήσεων Plu.TG 12, c. inf. μειλιχθῆναι ἄτεγκτος Ael.NA 3.2, abs. ἄτεγκτος κἀτελεύτητος S.OT 336, καρδία E.HF 833, δαίμων Ar.Th.1047, ἄτεγκτοι, λίθων ἀπαθέστεροι I.BI 5.417, Ἔρως AP 12.132.9 (Mel.), cf. Luc.DMeretr.12.3, Hld.7.20.5, Philostr.VA 6.3, Eun.VS 472
•fiero, cruel λεόντων ἄτεγκτος φύσις Callistr.7
•subst. τὸ ἄτεγκτον = inflexibilidad, insensibilidad τὸ σκληρὸν καὶ ἄτεγκτον τοῦ πάθους D.Chr.32.57, τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως καὶ ἄτεγκτον c. el doble sent. de ojos no bañados por las lágrimas y que no se dejan conmover D.H.5.8, cf. ἄτεγκτος· ὁ μήτε δακρύων, μήτε ἱδρῶν ἀνένδοτος (cf. I 1) Hsch., y ἀτέγκτοις· ξηροῖς Hsch.
II adv. ἀτέγκτως = inflexiblemente πρὸς ἔρωτας ἔχειν Philostr.Ep.5.
German (Pape)
[Seite 384] unbenetzt, unerweicht; übertr., unerbittlich, hart, δαίμων Ar. Th. 1047; Eur. Herc. fur. 833; κἀτελεύτητος Soph. O. R. 336; παρηγορήμασι, untröstlich, Aesch. frg. B. A. 6; sp. Prosa, ἄτ. καὶ ἀστένακτος Plut. superst. 13; Luc. Alex. 25; Ael. θῆρες; Mel. 93 (V, 151). Bei Arist. Meteor. 4, 9 wird es von ἄτηκτος unterschieden, χαλκὸς ἄτεγκτος, τηκτὸς δέ, nicht in Wasser auflösbar, aber schmelzbar.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut tremper, càd amollir ; dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, τέγγω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτεγκτος, -ον)
(για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος
νεοελλ.
ανεπηρέαστος
αρχ.
αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»].
Greek Monotonic
ἄτεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, άκαμπτος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτεγκτος:
1 несмачивающийся, не размягчающийся (χαλκός Arst.);
2 непреклонный, неумолимый Aesch., Plut.;
3 безжалостный, жестокий Soph., Eur., Arph., Plut., Luc.
Middle Liddell
τέγγω
not to be wetted: metaph. not to be softened, relentless, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
immovable, merciless, pitiless, uninfluenced, unmoved, not to be influenced, not to be moved, proof against, steeled against, unmoved by
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν μπορεῖς νά τόν μαλακώσεις, ἄκαμπτος, ἀλύγιστος). Ἀπό τό α στερητ. + τέγγω (=βρέχω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
pitiless
Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний
merciless
Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний