ἔμπαιγμα
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
-ατος, τό, jest, mocking, delusion, LXX Is.66.4; μαγικῆς ἐμπαίγματα τέχνης ib.Wi.17.7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 burla, mofa, escarnio c. gen. obj. κἀγὼ ἐκλέξομαι τὰ ἐμπαίγματα αὐτῶν también yo elegiré el escarnio contra ellos LXX Is.66.4, como elemento de la comedia καταγελαστικόν Anecd.Ludw.46.18, cf. plu. Sch.Luc.Abd.21
•diversión, entretenimiento glos. a μέλπηθρα Sch.Er.Il.13.233.
2 embaucamiento c. gen. subjet. μαγικῆς ἐμπαίγματα ... τέχνης LXX Sap.17.7, οἱ ὄνειροι οὐδὲν ἕτερον ... ἢ ... δαιμόνων ἐμπαίγματα Diad.Perf.38, cf. Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.1 (p.41.3).
German (Pape)
[Seite 809] τό, Spott gegen Jemand, LXX.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
moquerie.
Étymologie: ἐμπαίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπαιγμα: τό, σκῶμμα, περίπαιγμα, περίγελως, Ἑβδ. (Ἡσ. Ξϛ΄, 4)· - ἐμπαιγμός, οῦ, ὁ, περίπαιγμα, περίγελως, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ια΄, 36· ὁ ἐμπ. ὡς ἓν τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8765· - ἐμπαιγμονή, ἡ, ἐμπαιγμός, διάφ. γραφ. ἐν Ἐπιστ. Β΄ Πέτρου γ΄, 3 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων).
Greek Monolingual
το (AM ἔμπαιγμα)
1. περίπαιγμα, σκώμμα
2. εμπαιγμός.
Greek Monotonic
ἔμπαιγμα: τό και ἐμπαιγμονή, ἡ, ειρωνεία, κοροϊδία, εμπαιγμός, εξαπάτηση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔμπαιγμα, ατος, τό,
mockery, NTest. [from ἐμπαίζω
Translations
deception
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع, خَدْع; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם, מִרְמָה; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی: چاوبەست, فڕوفێڵ; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا, فریب; Uyghur: ئالداش; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar