ἐπιβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(T22)
(13)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐπεβίβασα; to [[cause]] to [[mount]]; to [[place]] [[upon]] (cf. [[ἐπί]], D. 3): τινα or τί [[ἐπί]] τί, [[Thucydides]], [[Plato]], Diodorus, others; the Sept. [[several]] times for הִרְכִּיב.)  
|txtha=1st aorist ἐπεβίβασα; to [[cause]] to [[mount]]; to [[place]] [[upon]] (cf. [[ἐπί]], D. 3): τινα or τί [[ἐπί]] τί, [[Thucydides]], [[Plato]], Diodorus, others; the Sept. [[several]] times for הִרְכִּיב.)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιβιβάζω]]) [[βιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβάζω]] ή [[καλώ]] κάποιον να ανέβει στο [[πλοίο]] για να ταξιδέψει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μπαίνω]] στο [[πλοίο]] για να ταξιδέψω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>επιβιβάζομαι</i><br />[[μπαίνω]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] για να ταξιδέψω<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] ή [[αναγκάζω]] το [[αρσενικό]] ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον σε κάποια [[θέση]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβιβάζω Medium diacritics: ἐπιβιβάζω Low diacritics: επιβιβάζω Capitals: ΕΠΙΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: epibibázō Transliteration B: epibibazō Transliteration C: epivivazo Beta Code: e)pibiba/zw

English (LSJ)

(fut.

   A -βιβῶ LXXHo.10.11, Hb.3.15), causal of ἐπιβαίνω, put one upon, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Th.4.31; τινὰ ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος Ev.Luc.10.34:—Pass., Apollod.3.1.1.

German (Pape)

[Seite 929] darauf gehen lassen, -setzen, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc. 6, 65; εἰς πλοῖον Plat. Ep. VII, 329 c; Sp.; ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος N. T. – Pass., besteigen, Apolld. 3, 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβῐβάζω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Θουκ. 4. 31:- Παθ., Ἀπολλόδ. 3. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

faire monter sur : ἐπὶ ναῦς faire embarquer.
Étymologie: ἐπί, βιβάζω.

English (Strong)

from ἐπί and a reduplicated derivative of the base of βάσις (compare ἀναβιβάζω); to cause to mount (an animal): set on.

English (Thayer)

1st aorist ἐπεβίβασα; to cause to mount; to place upon (cf. ἐπί, D. 3): τινα or τί ἐπί τί, Thucydides, Plato, Diodorus, others; the Sept. several times for הִרְכִּיב.)

Greek Monolingual

(AM ἐπιβιβάζω) βιβάζω
1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει
2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω
νεοελλ.
επιβιβάζομαι
μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό
2. τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση.