σκυθρωπός: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(T22)
(37)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σκυθρωπόν, [[also]] of [[three]] [[term]].; cf. Lob. ad Phryn., p. 105 (Winer's Grammar, § 11,1) ([[σκυθρός]] and ὤψ), of a [[sad]] and [[gloomy]] [[countenance]] (opposed to [[φαιδρός]], [[Xenophon]], mem. 3,10, 4): [[Aeschylus]] [[down]].)  
|txtha=σκυθρωπόν, [[also]] of [[three]] [[term]].; cf. Lob. ad Phryn., p. 105 (Winer's Grammar, § 11,1) ([[σκυθρός]] and ὤψ), of a [[sad]] and [[gloomy]] [[countenance]] (opposed to [[φαιδρός]], [[Xenophon]], mem. 3,10, 4): [[Aeschylus]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκυθρωπός]], -όν, ΝΑ<br />[[κατηφής]], συνοφρυωμένος, [[κατσούφης]] [[σκουντούφλης]] («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αυστηρό ύφος [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] και [[ιδίως]] αυτός που έχει προσποιητή [[σοβαρότητα]] («ἐπὶ μὲν γὰρ τοῑς ἀγαθοῑς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῑς κακοῑς σκυθρωποὶ γίγνονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κατάσταση]] ή πράγμ.) [[λυπηρός]], [[μελαγχολικός]], αυτός που οδηγεί σε [[στενοχώρια]] και [[σκυθρωπότητα]] («ὡς δύσκολον τὸ [[γῆρας]] ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ' ὄμμασιν σκυθρωπόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[σκούρος]]<br /><b>4.</b> (ειδικά για οίνο) [[μαύρος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκυθρωπόν</i><br />α) [[σκυθρωπότητα]], [[κατήφεια]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκυθρωπώς</i> / <i>σκυθρωπῶς</i> ΝΑ και <i>σκυθρωπά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σκυθρωπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυθρός]] «θυμωμένος, [[κατηφής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ὄπωπα]])].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπός Medium diacritics: σκυθρωπός Low diacritics: σκυθρωπός Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: skythrōpós Transliteration B: skythrōpos Transliteration C: skythropos Beta Code: skuqrwpo/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Hp.Epid.3.17.ιδ, Ephor.Fr.96J., Plu. 2.417c, etc.: (σκυθρός, ὤψ):—

   A of sad or angry countenance, sullen, E. Med.271, Hipp.1152; ὄμμα καὶ πρόσωπον Id.Ph.1333; σ. τοῖς ξένοις Id.Alc.774; ἐπὶ τοῖς κακοῖς X.Mem.3.10.4; opp. ἱλαρός, φαιδρός, ib. 2.7.12, 3.10.4; also of affected gravity, D.45.68, Aeschin.3.20: τὸ σ.,= sq., E.Alc.797, cf. Pl.Smp.206d. Adv., -πῶς ἔχειν X.Mem.2.7.1: Comp. -ότερον with greater severity, J.BJ6.2.7.    II of things, gloomy, sad, melancholy, γῆρας E.Ba.1252; ὁδός Archyt. ap. Stob.3.1.105 (Comp.); μέλη Paus.10.7.5; ἡμέρα Plu.Dem.30 (Sup.).    2 of colour, sad-coloured, dark and dull, of the river Μέλας, Him.Or.23.22; of wine, ib.9.4.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig von Ansehen od. Miene; πρὸς μὲν οἰκέτας θέτο σκυθρωπὸν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύθουσα, Aesch. Ch. 727; Eur. Hipp. 1152 Med. 271; σκυθρωποὺς ὀμμάτων ἕξω κόρας, Or. 1319, vgl. Phoen. 1343; Ar. Lys. 707; σκυθρωπὸν καὶ λυπούμενον, Plat. Conv. 206 d; Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυθρωποί, Mem. 3, 10, 4; auch adv., σκυθρωπῶς ἔχειν, 2, 7, 1; dem σύννους gegenüberstehend, Isocr. 1, 15; βουλή, vom Areopag, Aesch. 3, 20; Dem. u. Folgde; σκυθρωπότατον τοῦ θανάτου, Plut. non posse 10. Auch dreier Endgn, Lob. Phryn. 105. – Von der Farbe, dunkel, trübe, Ggstz von λαμπρός, Jac. Philostr. imagg. p. 378, lect. Stob. p. 53.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπός: -όν, ὡσαύτως ἡ, Ἱππ. 1114Α, Ἐφόρ. Ἀποσπ. 155, Πλούτ. 2. 417C, κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 105· (σκυθρός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος ὡς ὠργισμένος, ἔχων ὄψιν τεθλιμμένην ἢ ὠργισμένην, δυσηρεστημένος, κατηφής, Εὐρ. Μήδ. 271, Ἱππ. 1172· γέλως Αἰσχύλ. Χο. 738· ὄνομα, πρόσωπον Εὐρ. Φοίν. 1333, κτλ.· σκ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 774· ἐπὶ τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4· ἀντίθετον τῷ ἱλαρός, φαιδρός, αὐτόθι 2. 7, 12., 3. 10, 4· - ὡσαύτως ἐπὶ προσπεποιημένης σοβαρότητος, Δημ. 1122. 20, Αἰσχίν. 56. 31· - τὸ σκυθρωπόν, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἄλκ. 797, πρβλ. Βάκχ. 1252, Πλάτ. Συμπ. 206D. - Ἐπίρρ. σκυθρωπῶς ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, κατηφές, μελαγχολικόν, λυπηρόν, γῆρας Εὐρ. Βάκχ. 1252· σκυθρωποτέρα ὁδός Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 2· μέλη Παυσ. 10. 7. πύλαι Πλουτ. Δημοσθ. 30, κτλ.· - ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα μελαγχολικόν, σκοτεινὸς καὶ ἀμυδρός, Λατ. tristis, ἀντίθετον τῷ λαμπρός, Ἰακώψ. εἰς φιλοστ. Εἰκ. σ. 378.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
sombre, triste, chagrin : σκυθρωπὸς ἡμέρα PLUT jour néfaste ; τὸ σκυθρωπόν EUR air sombre, tristesse ; p. ext. grave, sévère.
Étymologie: σκυθρός, ὤψ.

English (Strong)

from skuthros (sullen) and a derivative of ὀπτάνομαι; angry-visaged, i.e. gloomy or affecting a mournful appearance: of a sad countenance.

English (Thayer)

σκυθρωπόν, also of three term.; cf. Lob. ad Phryn., p. 105 (Winer's Grammar, § 11,1) (σκυθρός and ὤψ), of a sad and gloomy countenance (opposed to φαιδρός, Xenophon, mem. 3,10, 4): Aeschylus down.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκυθρωπός, -όν, ΝΑ
κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν γὰρ τοῑς ἀγαθοῑς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῑς κακοῑς σκυθρωποὶ γίγνονται», Ξεν.)
2. (για κατάσταση ή πράγμ.) λυπηρός, μελαγχολικός, αυτός που οδηγεί σε στενοχώρια και σκυθρωπότητα («ὡς δύσκολον τὸ γῆρας ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ' ὄμμασιν σκυθρωπόν», Ευρ.)
3. (για χρώμα) σκοτεινός, αμαυρός, σκούρος
4. (ειδικά για οίνο) μαύρος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυθρωπόν
α) σκυθρωπότητα, κατήφεια
β) μτφ. κακοτυχία, δυστυχία.
επίρρ...
σκυθρωπώς / σκυθρωπῶς ΝΑ και σκυθρωπά Ν
κατά τρόπο σκυθρωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθρός «θυμωμένος, κατηφής» + -ωπός (βλ. και λ. ὄπωπα)].