πιστικός: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(32) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, και -ιά, -ό / [[πιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίστη]], [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) <i>ο [[πιστικός]] και <i>η πιστικιά</i><br />ο [[μπιστικός]], [[μισθωτός]], [[βοσκός]], τσοπάνος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[έμπιστος]] [[υπάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>2.</b> [[πειστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πλοίαρχος]] εμπορικού πλοίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστικῶς Α</i><br />με [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίστις]]. Ο νεοελλ. τ. [[πιστικός]] «[[βοσκός]]» <span style="color: red;"><</span> [[πιστός]] [[κατά]] το [[σχήμα]] [[αφέντης]]: <i>αφεντικός</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[πιστός]] (II)]<br /><b>1.</b> [[πόσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που βρίσκεται σε υγρή [[κατάσταση]], [[υγρός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, και -ιά, -ό / [[πιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίστη]], [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) <i>ο [[πιστικός]] και <i>η πιστικιά</i><br />ο [[μπιστικός]], [[μισθωτός]], [[βοσκός]], τσοπάνος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[έμπιστος]] [[υπάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]]<br /><b>2.</b> [[πειστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[πλοίαρχος]] εμπορικού πλοίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστικῶς Α</i><br />με [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίστις]]. Ο νεοελλ. τ. [[πιστικός]] «[[βοσκός]]» <span style="color: red;"><</span> [[πιστός]] [[κατά]] το [[σχήμα]] [[αφέντης]]: <i>αφεντικός</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[πιστός]] (II)]<br /><b>1.</b> [[πόσιμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που βρίσκεται σε υγρή [[κατάσταση]], [[υγρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πιστικός:''' (Α), -ή, -όν ([[πίνω]]), [[υγρός]], σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη [[λέξη]] στο [[πίστις]], με την [[έννοια]] του [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[αγνός]].<br /><b class="num">• [[πιστικός]]:</b> (Β), -ή, -όν ([[πίστις]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πιστός]], αφοσιωμένος· επίρρ., [[πιστικῶς]] ἔχειν τινί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[γνήσιος]], βλ. το επόμ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), ή, όν, (πίνω)
A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)
A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9. 2 late spelling of πειστικός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.
Greek (Liddell-Scott)
πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².
English (Abbott-Smith)
- † πιστικός, -ή, -όν (πίστις),
1.having the gift of persuasion (Plat., Gorg., 455A).
2.
(a)of persons, faithful, trusty (Plut.);
(b)of things, trustworthy, genuine: νάρδος π., Mk 14:3, Jo 12:3. †
English (Strong)
from πίστις; trustworthy, i.e. genuine (unadulterated): spike-(nard).
English (Thayer)
πιστικη, πιστικον (πιστός), pertaining to belief;
a. having the power of persuading, skillful in producing belief: Plato, Gorgias, p. 455a. b. trusty, faithful, that can be relied on: γυνή πιστικη καί οἰκουρός καί πειθομενη τῷ ἀνδρί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,32; often so in Cedrenus (also (of persons) in Epiphanius, John Moschus, Sophronius of Damascus; cf. Sophocles' Lexicon, under the word); of commodities equivalent to δόκιμος, genuine, pure, unadulterated: so νάρδος πιστικη (but A. V. spike-(i. e. spiked) nard, after the nardi spicati of the Vulg. (in Mark)), Pliny, h. n. 12,26; Dioscorides (100 A.D.>?) de mater. med. 1,6,7); hence, metaphorically, τό πιστικον τῆς καινῆς διαθήκης κρᾶμα, Eusebius, dem. evang. 9,8 (p. 439d.). Cf. the full discussion of this word in Fritzsche on Mark , p. 596ff; Lücke on Winer's Grammar, 97f (92 f); (especially Dr. James Morison on Mark , the passage cited).
Greek Monolingual
(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].———————— (II)
-ή, -όν, Α πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.
Greek Monotonic
πιστικός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
• πιστικός: (Β), -ή, -όν (πίστις),
1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ.
2. γνήσιος, βλ. το επόμ.