ἰαίνω: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰαίνω:''' αόρ. αʹ [[ἴηνα]], Δωρ. <i>ἴᾱνα</i> — Παθ. αόρ. αʹ [[ἰάνθην]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιώνω]], [[τήκω]] — Παθ., λιώνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θερμαίνω]], [[αναζωπυρώνω]], [[φαιδρύνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. fovere, <i>θυμὸν ἰαίνειν</i>, στο ίδ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐν φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη</i>, στο ίδ.· [[μέτωπον]] ἰάνθη, το πρόσωπό της μαλάκωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ευφραίνομαι, [[νιώθω]] [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἰαίνω:''' αόρ. αʹ [[ἴηνα]], Δωρ. <i>ἴᾱνα</i> — Παθ. αόρ. αʹ [[ἰάνθην]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ζεσταίνω]], [[θερμαίνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιώνω]], [[τήκω]] — Παθ., λιώνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θερμαίνω]], [[αναζωπυρώνω]], [[φαιδρύνω]], [[ευθυμώ]], Λατ. fovere, <i>θυμὸν ἰαίνειν</i>, στο ίδ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐν φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη</i>, στο ίδ.· [[μέτωπον]] ἰάνθη, το πρόσωπό της μαλάκωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ευφραίνομαι, [[νιώθω]] [[ευχαρίστηση]] με [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰαίνω:''' (ῐα) (aor. [[ἴηνα]]; aor. pass. [[ἰάνθην]]; формы с приращением, а также остальные in [[arsi]] - с начальным ῑ)<br /><b class="num">1)</b> греть, нагревать (πυρὶ χαλκόν Hom.): [[ὕδωρ]] ἰαίνετο Hom. вода нагревалась;<br /><b class="num">2)</b> (нагреванием) размягчать (ἰαίνετο [[κηρός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> веселить, радовать, восхищать: θυμὸς ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται Hom. душа наполняется радостью; ἰαίνομαι εἰσορόωσα Hom. я радуюсь глядя (на них); [[μέτωπον]] ἰάνθη Hom. чело прояснилось;<br /><b class="num">4)</b> успокаивать, смягчать (θυμόν Hom., Pind., Theocr.; ἰανθεὶς ἀοιδαῖς Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. impf.
A -εσκον Q.S.7.340: aor. ἴηνα Od.8.426, Dor. ἴᾱνα Pi.O.7.43:—Pass., aor. ἰάνθην Il.23.598, etc. [ῐ, exc. in augm. tenses, in Hom.; but at the beginning of a verse ῑ without augm., Od.22.59: ῑ freq. in later Poets, AP12.95 (Mel.), Q.S. l.c., 4.402, 10.327, Orph.L.268, etc.]:—heat, ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε Od. 8.426:—Pass., ἰαίνετο δ' ὕδωρ 10.359. 2 melt, ἰαίνετο κηρός 12.175: metaph., θυμὸν ἰαίνειν melt the heart, Il.24.119. b relax by warmth, Hp.Mul.1.69 (Pass.). 3 more freq. (cf. Plu.2.947d) warm, cheer, κραδίην καὶ θυμὸν ἰαίνειν h.Cer.435; θυμὸν ἰαίνειν τινί Od.15.379, Pi.O. l.c., cf. Theoc.7.29; καρδίαν Alcm.36, Pi.P.1.11; νόον ib.2.90:—more freq. in Pass., ἵνα . . σὺ φρεσὶ σῇσιν ἰανθῇς Il.19.174; θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἰάνθη Od.4.549; εἰς ὅ κε σὸν κῆρ ἰανθῇ 22.59; ἦτορ ἰανθέν Anacreont.48.2: c. dat., σοὶ . . μετὰ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη Il.23.600, cf. 24.321, etc.; θυμὸν ἰάνθης Od.23.47; χοροῖσι φρένα ἰανθείς B.16.131; μέτωπον ἰάνθη her brow unfolded, Il.15.103: c. dat. rei, take delight in, σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα Od.19.537; σφισι θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται 6.156; καρδίην ἰαίνεται Archil. 36; ἰανθεὶς ἀοιδαῖς Pi.O.2.13; cf. εὐφροσύνη: later ἰαίνειν τινά τινι Man.3.184. II later,= ἰάομαι, heal, save, τινὰ ὀδυνάων Q.S.10.327; ὑπὲκ κακοῦ ἰαίνονται Id.4.402.—Ep. and Lyr. word; Trag. only Phryn.Trag.1, ἰαίνεται· χολοῦται, πικραίνεται, παρὰ τὸν ἰόν (cf. Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1232] (verwandt ἰάομαι), erwärmen, erhitzen; ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; pass., πῦρ ἀνέκαιε πολλὸν ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ, ἰαίνετο δ' ὕδωρ Od. 10, 359; durch Wärme weich machen, schmelzen, αἶψα δ' ἰαίνετο κηρός Od. 12, 175; vgl. Ap. Rh. 2, 739, wo der Schol. τήκεται καὶ λύεται erkl. – Uebertr., wie Plut. de prim. frigid. 6 κρατοῦν τοῦ ψυχροῦ τὸ θερμὸν διάχυσιν παρέχει καὶ ἀλέαν τῷ σώματι μεθ' ἡδονῆς, ὅπερ Ὅμηρος ἰαίνεσθαι κέκληκεν. Hom. μάλα πού σφισι θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται Od. 6, 156, an ἰάομαι erinnernd, durch Freude wird das Herz erquickt; οἱ δὲ ἰδόντες γήθησαν καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη u. dgl., Il. 24, 321. 19, 174 Od. 4, 549, wo die Alten immer geradezu εὐφραίνεσθαι erklären; μέτωπον ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich, Il. 15, 103; auch act., δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ, welche das Herz erfreuen, ihm wohlthun, od. es zum Mitleid stimmen, Il. 24, 119; c. dat., καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα, an ihnen, Od. 19, 537. Aehnl. Pind. καρδίαν, νόον, θυμὸν ἰαίνειν, P. 1, 12. 2, 90 Ol. 7, 43; ἰανθεὶς ἀοιδαῖς ibd. 2, 15; καρδίην ἰαίνεται Archil. frg. 25; ἰαίνει καρδίαν Alcm. bei Ath. XIII, 600 f; sp. D., ἦτορ ἰανθέν Anacr. 48, 2; Theocr. 7, 29; Man. 3, 184. Auch Polyaen. 1, 1, οἴνῳ τοὺς πολεμίους ἰαίνων. [ι hat Hom. Od. 10, 359, wo das augm. tempor. anzunehmen, aber auch ohne dieses im Anfange des Verses 22, 59, wie Qu. Sm. 10, 327, der εἰσόκε σ' ἰήνειεν ἀνιαρῶν ὀδυνάων = ἰάομαι vrbdt, u. ὑπὲκ κακοῦ ἰαίνονται 4, 402.]
Greek (Liddell-Scott)
ἰαίνω: Ἰων. παρατ. ἰαίνεσκον, Κόϊντ. Σμ. 7. 340: ἀόρ. ἴηνα (προστ. ἰήνατε) Ὀδ. Θ. 426, Δωρ. ἴᾱνα Πίνδ. ― Παθ., ἀόρ. ἰάνθην Ἰλ. Ψ. 600, Ὀδ. Δ. 549. Ῐ πλὴν τῶν ηὐξημένων χρόνων, π.χ. Ὀδ. 165· ἀλλ’ ἐν ἀρχῇ στίχου ῑ ἄνευ αὐξήσ., Ἰλ. Ψ. 598, Ὀδ. Χ. 59, Ἀνθ. Π. 12. 95, Κόϊντ. Σμ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως ἄδηλος). Θερμαίνω, ἀμφὶ δέ οἱ περὶ χαλκὸν ἰήνατε Ὀδ. Θ. 426. ― Παθ., ἰαίνετο δ’ ὕδωρ Κ. 359· ἐντεῦθεν, ἰαίνεται, «χολοῦται, πικραίνεται» Φρύν. Τραγ. παρ’ Ἡσυχ. 2) τήκω, ἰαίνετο κηρὸς Ὀδ. Μ. 175· μεταφ., θυμὸν ἰαίνειν, τήκειν τὴν καρδίαν, Ἰλ. Ω. 119. 3) κοινότερον Ὁμ. (πρβλ. Πλούτ. 2. 947C), θερμαίνω, ἀναζωπυρῶ, φαιδρύνω, Λατ. fovere, κραδίην καὶ θυμὸν ἰαίνειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 435· θυμὸν ἰαίνειν τινὶ Ὀδ. 379, Πινδ. Ο. 7. 76, Θεόκρ. 7. 29· καρδίαν Ἀλκμὰν 20, Πινδ. Π. 1. 20· νόον αὐτόθι 2. 166· συχνότερον ἐν τῷ Παθ., φαιδρύνομαι, εὐφραίνομαι, ἵνα... σὺ φρεσὶ σῇσιν ἰανθῇς Ὀδ. Δ. 549· εἰσόκε σὸν κῆρ ἰανθῇ Χ. 59· τοῖο δὲ θυμὸς ἰάνθη Ἰλ. Ψ. 598· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὥς ἄρα σοί, Μενέλαε, μετὰ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη αὐτόθι 600, πρβλ. Ψ. 321, κτλ.· ὡσαύτως, θυμὸν ἰάνθης Ψ 47· φρένας ἔνδον ἰάνθης Ω. 382· μέτωπον ἰάνθη Ἰλ. Ο. 103· μετὰ δοτ. πράγμ., ἥδομαι, εὐφραίνομαι ἔν τινι, καὶ τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα Ὀδ. Τ. 537· οὕτω, καρδίην ἰαίνεται Ἀρχίλ. 33· ἰανθεὶς ἀοιδαῖς Πινδ. Ο. 2. 26· πρβλ. εὐφροσύνη· παρὰ μεταγεν., ἰαίνειν τινά τινι Μανέθων 3. 184, Πολύαιν. 1: 1. ΙΙ. = ἰάομαι, θεραπεύω, σῴζω, ἀπαλλάττω, τινὰ ὀδυνάων Κόϊντ. Σμ. 10. 327· ὑπὲκ κακοῦ ἰαίνονται 4. 402. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. λέξις οὐδαμοῦ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἴαινον, f. inus., ao. ἴηνα, pf. inus. ; ao. Pass. ἰάνθην;
1 faire chauffer ; Pass. s’échauffer, chauffer;
2 amollir par la chaleur : κηρόν OD de la cire ; fig. θυμόν IL adoucir ou amollir le cœur;
3 échauffer le cœur, réjouir, charmer ; être réchauffé, réjoui, charmé ; ἰαίνεσθαι θυμόν ou φρένας IL avoir le cœur réjoui ; ἰαίνεσθαί τινι, faire ses délices de qch.
Étymologie: ἰάομαι.
English (Autenrieth)
aor. ι<<><>>ηνα, pass. ι<<><>>άνθη (ῖ when with augment): warm, soften by warming, Od. 12.175; met., warm, melt, move the heart to compassion, cheer, etc., Od. 15.379; often thus in pass., θῦμός, κῆρ, Il. 23.598, Od. 22.59; μέτωπον ἰάνθη, ‘brightened,’ Il. 15.103; also w. acc. of specification, θῦμόν, φρένας, ψ , Od. 24.382; w. dat., Od. 19.537.
English (Slater)
ῐαίνω
1 cheer, delight ὦ Κρόνιε παῖ, ἰανθεὶς ἀοιδαῖς εὔφρων σφίσιν κόμισον (O. 2.13) ὡς ἂν σεμνὰν θυσίαν θέμενοι πατρί τε θυμὸν ἰναιεν κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ (O. 7.43) καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.11) ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 20.
Greek Monolingual
(Α ἰαίνω)
θεραπεύω, γιατρεύω
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' ὕδωρ», Ομ. Οδ.
β. «ἰαίνετο δ' ὕδωρ», Ομ. Οδ.)
2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.)
3. ευφραίνω, ανακουφίζω («θυμόν ἰαίνειν», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. αναθερμαίνω ενθαρρύνω
5. απαλλάσσω, σώζω
6. παθ. ἰαίνομαι
πικραίνομαι, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. isanyati «θέτω σε κίνηση, παρακινώ» και πιθ. με το ιερός και προέρχεται από ένα θ. σε -τ-/-η- (πρβλ. βεδ. isan-i). Η σημασιολογική διαφορά που υπάρχει μεταξύ του αρχ. ινδ. isanyati και του ιαίνω μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με μια άποψη, από το ότι επανέρχεται η κίνηση σε κάτι αφού αυτό αναθερμανθεί. Αρχικά το ρ. ιαίνω με σημ. «θερμαίνω, μαλακώνω κάτι με θερμότητα» αναφερόταν στο νερό και στο κερί, απ' όπου έλαβε τη σημ. «αναθερμαίνω, ενθαρρύνω» όταν αναφερόταν σε λ. όπως θυμός, ήτορ «καρδιά». Από μια αβέβαιη, τέλος, ετυμολογική σύνδεση του ιαίνω με το ρ. ιώμαι «θεραπεύω» έλαβε και αυτή τη σημ. Ο τ. ιαίνω δεν έχει κανένα παράγωγο].
Greek Monotonic
ἰαίνω: αόρ. αʹ ἴηνα, Δωρ. ἴᾱνα — Παθ. αόρ. αʹ ἰάνθην·
1. ζεσταίνω, θερμαίνω, σε Ομήρ. Οδ.
2. λιώνω, τήκω — Παθ., λιώνομαι, στον ίδ.
3. θερμαίνω, αναζωπυρώνω, φαιδρύνω, ευθυμώ, Λατ. fovere, θυμὸν ἰαίνειν, στο ίδ. κ.λπ. — Παθ., ἐν φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη, στο ίδ.· μέτωπον ἰάνθη, το πρόσωπό της μαλάκωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ευφραίνομαι, νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰαίνω: (ῐα) (aor. ἴηνα; aor. pass. ἰάνθην; формы с приращением, а также остальные in arsi - с начальным ῑ)
1) греть, нагревать (πυρὶ χαλκόν Hom.): ὕδωρ ἰαίνετο Hom. вода нагревалась;
2) (нагреванием) размягчать (ἰαίνετο κηρός Hom.);
3) веселить, радовать, восхищать: θυμὸς ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται Hom. душа наполняется радостью; ἰαίνομαι εἰσορόωσα Hom. я радуюсь глядя (на них); μέτωπον ἰάνθη Hom. чело прояснилось;
4) успокаивать, смягчать (θυμόν Hom., Pind., Theocr.; ἰανθεὶς ἀοιδαῖς Pind.).