πάνυ: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάνῠ:''' [ᾰ], επίρρ. ([[πᾶς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> συνολικά, εντελώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[πάνυ]] [[μανθάνω]], τέλεια, σε Αριστοφ.· με επίθ., [[πολύ]], υπερβολικά, [[πάνυ]] πολλοί, <i>ὀλίγοι</i>, [[πάνυ]] [[μικρός]], [[μέγας]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με επίρρ., [[πάνυ]] [[σφόδρα]], σε Αριστοφ.· [[μόλις]] ή [[μόγις]], σε Πλάτ.· με ουσ. στην επιρρ. [[σημασία]], [[πάνυ]] σπουδῇ, σε [[πολύ]] [[μεγάλη]] [[βιασύνη]], σε Δημ.· [[πάνυ]] ἐξ εἰκότος λόγου, σε Πλάτ.· με μτχ., [[πάνυ]] ἀδικῶν, [[πάρα]] [[πολύ]] [[άδικος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επιτετ., καὶ [[πάνυ]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> οὐ [[πάνυ]] όπως οὐ [[πάντως]], Λατ. [[omnino]] [[non]], [[καθόλου]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> σε απαντήσεις, ναι με [[κάθε]] τρόπο, [[χωρίς]] [[αμφιβολία]], [[βεβαίως]], σε Αριστοφ.· [[πάνυ]] γε, [[πάνυ]] μὲν [[οὖν]], στον ίδ., Πλάτ.· — [[πάνυ]] [[καλῶς]], Λατ. [[benigne]], όχι [[ευχαριστώ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[πάνυ]] (όπου το [[κλεινός]] μπορεί να προστεθεί), [[τέλειος]], φημισμένος, οἱ [[πάνυ]] [[τῶν]] στρατιωτῶν, σε Θουκ.· ὁ [[πάνυ]] [[Περικλῆς]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πάνῠ:''' [ᾰ], επίρρ. ([[πᾶς]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> συνολικά, εντελώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[πάνυ]] [[μανθάνω]], τέλεια, σε Αριστοφ.· με επίθ., [[πολύ]], υπερβολικά, [[πάνυ]] πολλοί, <i>ὀλίγοι</i>, [[πάνυ]] [[μικρός]], [[μέγας]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με επίρρ., [[πάνυ]] [[σφόδρα]], σε Αριστοφ.· [[μόλις]] ή [[μόγις]], σε Πλάτ.· με ουσ. στην επιρρ. [[σημασία]], [[πάνυ]] σπουδῇ, σε [[πολύ]] [[μεγάλη]] [[βιασύνη]], σε Δημ.· [[πάνυ]] ἐξ εἰκότος λόγου, σε Πλάτ.· με μτχ., [[πάνυ]] ἀδικῶν, [[πάρα]] [[πολύ]] [[άδικος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επιτετ., καὶ [[πάνυ]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> οὐ [[πάνυ]] όπως οὐ [[πάντως]], Λατ. [[omnino]] [[non]], [[καθόλου]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> σε απαντήσεις, ναι με [[κάθε]] τρόπο, [[χωρίς]] [[αμφιβολία]], [[βεβαίως]], σε Αριστοφ.· [[πάνυ]] γε, [[πάνυ]] μὲν [[οὖν]], στον ίδ., Πλάτ.· — [[πάνυ]] [[καλῶς]], Λατ. [[benigne]], όχι [[ευχαριστώ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[πάνυ]] (όπου το [[κλεινός]] μπορεί να προστεθεί), [[τέλειος]], φημισμένος, οἱ [[πάνυ]] [[τῶν]] στρατιωτῶν, σε Θουκ.· ὁ [[πάνυ]] [[Περικλῆς]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάνῠ:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> вполне, совершенно, в высшей степени, весьма: π. ὀλίγοι Xen. очень немногие; ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. Plat. в очень короткое время; οὐ π. Xen. не вполне, не совсем, не очень; ἡ [[οὐσία]] οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν Dem. состояние не достигало и трех талантов; [[οὕτω]] λέγεις; - Π. [[σφόδρα]] [[ταῦτα]] [[λέγω]] Plat. ты так говоришь? - Да, именно это я и говорю; π. [[καλῶς]] ирон. Arph. (нет), благодарю покорно;<br /><b class="num">2)</b> отлично, прекрасно (μανθάνειν Arph.): ὡς π. εἰδῆτε Xen. чтобы вы хорошо знали (в чем дело);<br /><b class="num">3)</b> (в ответах) конечно, разумеется (π. γε Plat.; π. μὲν [[οὖν]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> (как adj. indecl.) превосходный, славнейший, знаменитый (ὁ π. [[Περικλῆς]] Xen.): οἱ π. τῶν στρατιωτῶν Thuc. наиболее выдающиеся воины. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (πᾶς)
A altogether, first in Xenoph.1.18, then in Trag. and Att., mostly in Prose: 1 with Verbs, A.Ch.861 (anap.), Pl. Cra.386c, Euthd.272d, etc.; π. μανθάνω perfectly, Ar.Ra.65,195; ὡς π. εἰδῆτε X.An.6.1.31: with Adjs., very, exceedingly, π. πολλοί, ὀλίγοι, μικρός, etc., very many or few, very small, A.Ag.1456 (anap.), Pl. Ap.25b, Arist.HA542a5; π. ταρφύς A.Pers.926 (anap.); π. πλούσιοι Lys.19.15. etc.: freq. in opposed clauses, οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ π. χρηστός D.21.83; οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ π. αἰσχρῶς ibid.: after the Adj., ὀλίγοι π., σπάνιος π., X.An.4.7.14 (v.l.), 1.9.27, cf. Pl.Cra.402a; separated from it, ἐκτὸς π. τινῶν ὀλίγων Id.R.605c, cf. Euthd.287b: with Nouns in adj. sense, π. εἶναι ὑβριστής Id.Ap. 26e: in late writers with Sup., π. φαυλότατος Sch.Ar.Ra.1363, cf. Ath.1.22d (π. γάρ ἐστιν ὡρικωτάτη is dub. in Crates Com.40): with Advbs., π. ταχύ Eup.311; ταχὺ π. Ar.Pl.57; π. σφόδρα ib.25,745, Pl.Ap.25a; σφόδρα π. Aeschin.2.36; π. πολύ very much, Pl.Chrm. 157d, X.Cyr.6.1.41, etc.; μόγις π. Pl.Ap.21b; π. μόλις or μόλις π., Philem.88, Eub.30; εὖ π. Theopomp. Com.14, etc.: with adverbial phrases, π. σπουδῇ in very great haste, D.20.105; σπουδῇ π. Th.8.89; π. ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ ib.50; π. ἐξ εἰκότος λόγου Pl.Euthd. 305e; ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. Id.Hp.Ma.282e; π. παρὰ πολλοῖς Id.Euthd. 305c; π. ἐπὶ σμικροῖς Id.Ap.40a; ἀπὸ σμικροῦ π. Ar.Pl.377: with part., π. ἀδικῶν if ever so criminal, Th.3.44. 2 strengthd., καὶ πάνυ Id.2.11, X.Mem.1.3.13, Pl.Ap.17c, Euthd.276d, Cra.400c; δοκεῖ μοι . . καὶ π. οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη I believe this name actually did not exist, Th.1.3. 3 οὐ πάνυ not quite, οὐ π. τι μανθάνω Pl.Euthd. 286e, cf. Phd.63a, Prt.331e, X.An.6.1.26, etc.; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν not quite so much... D.59.7; οὐ π. εὐδαιμονικὸς... ἔτι δ' ἴσως ἧττον Arist.EN1099b3: sts. with litotes, not quite, implying 'not at all', ταῦτα νεκρῷ μὲν οἷόν τε ποιεῖν, ζῶντι δὲ οὐ π. Hp.Art. 46; εὐφόρως δὲ οὐ π. ἔχει it is not very (or not at all) easy, ib.77; οὐ π. μοίρας εὐδαιμονίσαι πρώτης hardly to be congratulated... S.OC144 (anap.); οὐ π. προσίεμαι X.Mem.2.8.5. 4 in affirmative answers, by all means, no doubt, Ar.Pl.393: mostly with a Particle added, πάνυ γε Pl.Alc.1.107e, etc.; καὶ πάνυ γε Id.Chrm.154e; π. γε, a)lla/ . . very well, but... D.21.89; πάνυ μὲν οὖν Ar.Pl.97, Pl.Euthphr. 13d, al.; πάνυ καλῶς no I thank you, Ar.Ra.512. II ὁ πάνυ the real, the very (τοῦ π. Διός Luc.Icar.2): hence, the excellent, the famous, οἱ π. τῶν στρατιωτῶν Th.8.1, D.C.Fr.70.6; ὁ π. Περικλῆς X. Mem.3.5.1; οἱ π. ἐπ' ἀξιώματος IG12(7).407.14 (Amorgos); οἱ π. alone, prob. in Th.8.89 (omitting στρατηγῶν) ; ἡ π. Luc.Vit.Auct. 22.
German (Pape)
[Seite 465] sehr, gar sehr, zur Verstärkung zu Verbis u. Adjectivis gesetzt; τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς ψυχάς, Aesch. Ag. 1431 Ch. 848; Ar. Equ. 1134; ὅτι πάνυ πολὺ δοκεῖ σωφρονέστατος εἶναι τῶν νυνί, Plat. Charm. 157 d; πάνυ ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ ὤν, Thuc. 8, 50, u. sonst; πάνυ σφόδρα vrbdn, Ar. Plut. 745 Plat. Apol. 25 a; aber auch gegen Phot. Bemerkung σφόδρα πάνυ gestellt, Aesch. 2, 36; πάνυ σπουδῇ, Dem. 20, 105; eben so πάνυ ὀλίγοι Xen. An. 5, 6, 7, ὀλίγοι πάνυ 4, 7, 14; ganz und gar, durchaus, πάνυ ἐξέφθινται, Aesch. Pers. 890; οὐ πάνυ εὐδαιμονίσαι, Soph. O. C. 142; οὐδὲν πάνυ, ganz und gar Nichts, Ar. Nub. 733. 901; δοκεῖ δέ μοι καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, Thuc. 1, 3; ὡς πάνυ εἰδῆτε, Xen. An. 5, 9, 3; Folgde. – In der Antwort nachdrücklich bejahend, jawohl, Ar. Plut. 393; πάνυ γε, Plat. Alc. I, 107 f; καὶ πάνυ γε, ἔφη, Charm. 154 e; πάνυ μὲν οὖν, Euthyphr. 13 d, u. öfter, u. Folgde. – Zu οὐ πάνυ tritt auch noch oft τι hinzu, Plat. Lys. 204 d Xen. An. 5, 9, 26 Cyr. 1, 6, 21; ἔφυγον μηδέν τι πάνυ διωκόμενοι, Hell. 5, 4, 45; οὐδεὶς πάνυ τι ἐπιχωριάζει, Plat. Phaed. 57 a. – Beim subst., ὁ πάνυ Περικλῆς, der sehr bekannte, allberühmte, Xen. Mem. 3, 5, 1; τῶν πάνυ στρατηγῶν, Thuc. 8, 89; Ἀλέξανδρος ὁ πάνυ, Ath. XII, 537 d; Ἠλέκτραν μὲν ἐκείνην τὴν πάνυ, τὴν Ἀγαμέμνονος, Luc. Vit. auct. 22; oft auch bei a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάνῠ: [ᾰ], Ἐπίρρ., (πᾶς) πρῶτον παρ’ Ἀττ. καὶ τὸ πλεῖστον παρὰ πεζογράφοις: 1) μετὰ ῥημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 861, Πέρσ. 926, κλ.· π. μανθάνω, ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 65. 196· ὡς π. εἰδῆτε Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31· μετ’ ἐπιθέτων, λίαν, παραπολύ, πάνυ πολλοί, ὀλίγοι, μικρός, μέγας, Αἰσχύλου Ἀγ. 1456, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1134, Πλάτ., κτλ.· πάνυ πλούσιος Λυσίας 153. 18, κτλ.· συχνάκις ἐν ἀντιθετικαῖς προτάσεσιν, οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ π. χρηστὸς Δημ. 541. 19· (οὕτω, οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ π. αἰσχρῶς αὐτόθι 20)· ὡσαύτως μετὰ τὸ ἐπίθ., ὀλίγοι π., σπάνιος π. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 14., 1. 9, 27· καὶ κεχωρισμένον ἀπ’ αὐτοῦ, ἐκτὸς π. τινῶν ὀλίγων Πλάτ. Πολ. 605C· παρὰ μεταγενεστ. μετὰ τοῦ ὑπερθ., π. φαυλότατος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Βατρ. 1363, πρβλ. Ἀχ. 331, Ἀθήν. 22D· ὁ Dobree ἀναγινώσκει π. γάρ ἐστιν ὡρικά, ἀντὶ -ώτατα, παρὰ τῷ Κράτητι ἐν Ἀδήλ. 4· - μετ’ ἐπιρρημάτων, π. ταχὺ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36· ταχὺ π. Ἀριστοφ. Πλ. 57· π. σφόδρα αὐτόθι 25. 745· σφόδρα π. Αἰσχίν. 33. 4· π. πολὺ παρὰ πολύ, Πλάτ. Χαρμ. 157D, Ξενοφ., κτλ.· μόλις ἢ μόγις π. Πλάτ. Ἀπολ. 21Β· π. μόλις ἢ μόλις π. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4, Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1· εὖ πάνυ λέγεις Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχάρει» 3, κλ.· ― οὕτω μετὰ ὀνομάτων ἐπὶ ἐπιρρηματικῆς σημασίας, π. σπουδῇ, λίαν ἐσπευσμένως, Δημ. 488, ἐν τέλ.· σπουδῇ π. Θουκ. 8. 89· π. ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ αὐτόθι 50· π. ἐξ εἰκότος λόγου Πλάτ. Εὐθύδημος 305Ε· ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 282Ε· π. παρὰ πολλοῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 305C· ἀπὸ σμικροῦ π. Ἀριστοφ. Πλ. 377· ― μετὰ μετοχ., π. ἀδικῶν Θουκ. 3. 44. 2) ἐπιτεταμ., καὶ πάνυ ὁ αὐτ. 2. 11, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13. 3) οὐ πάνυ, ὡς τὸ οὐ πάντως, Λατ. omnino non, οὐδόλως, Σοφ. Ο. Κ. 141, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5, κτλ.· π. οὐδὲ... Θουκ. 1. 3· οὐ π. τι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26, Πλάτ. Φαίδων 57Α, πρβλ. Πολ. 419Α, κτλ.· ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν Δημ. 1347. 14· οὐ π. εὐδαιμονικός..., ἔτι δ’ ἴσως ἧττον Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16· ― πάνυ τι, σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται ἄνευ ἀρνήσεως. 4) ἐν ἀποκρίσει χρησιμεύει ὡς ἰσχυρὸν βεβαιωτικὸν, μάλιστα, ἀναμφιβόλως, βεβαιότατα, Ἀριστοφ. Πλ. 393· ἀλλὰ σπανίως ἄνευ τῆς προσθήκης μορίου τινός, οἷον πάνυ γε, αὐτόθι 97, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 170Ε, κτλ.· καὶ πάνυ γε ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 154Ε· π. γε, ἀλλά..., πολὺ καλά, ἀλλά..., Δημ. 543. 8· οὕτω, πάνυ μὲν οὖν Ἀριστοφ. Πλ. 97, Πλάτ. Εὐθύφρων 13D, κ. ἀλλ.· ― πάνυ καλῶς, ὡς τὸ Λατ. benigne, = ὄχι, εὐχαριστῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 512. ΙΙ. ὁ πάνυ (ἔνθα ἐξυπακούεται λέξις τις ὡς τὸ περιβόητος ἤ τι τοιοῦτον), οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 8. 1, πρβλ. 89· ὁ πάνυ Περικλῆς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 179.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait, très fort :
1 en gén. avec un verbe : ὡς πάνυ εἰδῆτε XÉN afin que vous le sachiez bien ; avec un adj. ὀλίγοι πάνυ XÉN, πάνυ ὀλίγοι XÉN très peu nombreux ; avec un adv. : πάνυ ῥᾳδίως XÉN très facilement ; πάνυ πολλάκις PLUT très souvent;
2 dans les réponses pour affirmer fortement oui certes, sans doute, très certainement ; πάνυ μὲν οὖν XÉN m. sign.
3 renforcé par une particule : καὶ πάνυ très, beaucoup;
4 précédé de οὐ : οὐ πάνυ pas très, pas précisément : οὐ πάνυ πρὸς τῷ στρατεύματι XÉN pas précisément tout près de l’armée, càd assez loin d’elle;
5 ὁ πάνυ (s.e. περιβόητος, ou autre mot anal.) le très connu, le fameux : οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν THC ces soldats renommés ; ὁ πάνυ Περικλῆς XÉN ce célèbre Périclès.
Étymologie: πᾶς.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ («πάνυ πολλάς ψυχάς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (με το ου) καθόλου, ουδαμώς («εὐφόρως δὲ οὐ πάνυ ἔχει», Ιπποκρ.)
2. (σε αποκρίσεις ως ισχυρό βεβαιωτικό) μάλιστα, βεβαιότατα
3. (με άρθρο) ὁ πάνυ
ο περίφημος, ο ξακουστός, ο έξοχος («ἠπίστουν καὶ τοῑς πάνυ τῶν στρατιωτῶν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. πᾶς, παντός. Το -υ του τ. παραμένει δυσερμήνευτο, αν και ορισμένοι το συνδέουν με το -υ- του οὗτος. Τέλος, η άποψη ότι το επίρρ. προέρχεται από αρχικό αμάρτυρο πάν εὖ δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
πάνῠ: [ᾰ], επίρρ. (πᾶς)·
I. 1. συνολικά, εντελώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πάνυ μανθάνω, τέλεια, σε Αριστοφ.· με επίθ., πολύ, υπερβολικά, πάνυ πολλοί, ὀλίγοι, πάνυ μικρός, μέγας, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με επίρρ., πάνυ σφόδρα, σε Αριστοφ.· μόλις ή μόγις, σε Πλάτ.· με ουσ. στην επιρρ. σημασία, πάνυ σπουδῇ, σε πολύ μεγάλη βιασύνη, σε Δημ.· πάνυ ἐξ εἰκότος λόγου, σε Πλάτ.· με μτχ., πάνυ ἀδικῶν, πάρα πολύ άδικος, σε Θουκ.
2. επιτετ., καὶ πάνυ, στον ίδ., Ξεν.
3. οὐ πάνυ όπως οὐ πάντως, Λατ. omnino non, καθόλου, σε Σοφ. κ.λπ.
4. σε απαντήσεις, ναι με κάθε τρόπο, χωρίς αμφιβολία, βεβαίως, σε Αριστοφ.· πάνυ γε, πάνυ μὲν οὖν, στον ίδ., Πλάτ.· — πάνυ καλῶς, Λατ. benigne, όχι ευχαριστώ, σε Αριστοφ.
II. ὁ πάνυ (όπου το κλεινός μπορεί να προστεθεί), τέλειος, φημισμένος, οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν, σε Θουκ.· ὁ πάνυ Περικλῆς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πάνῠ: (ᾰ) adv.
1) вполне, совершенно, в высшей степени, весьма: π. ὀλίγοι Xen. очень немногие; ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. Plat. в очень короткое время; οὐ π. Xen. не вполне, не совсем, не очень; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν Dem. состояние не достигало и трех талантов; οὕτω λέγεις; - Π. σφόδρα ταῦτα λέγω Plat. ты так говоришь? - Да, именно это я и говорю; π. καλῶς ирон. Arph. (нет), благодарю покорно;
2) отлично, прекрасно (μανθάνειν Arph.): ὡς π. εἰδῆτε Xen. чтобы вы хорошо знали (в чем дело);
3) (в ответах) конечно, разумеется (π. γε Plat.; π. μὲν οὖν Xen.);
4) (как adj. indecl.) превосходный, славнейший, знаменитый (ὁ π. Περικλῆς Xen.): οἱ π. τῶν στρατιωτῶν Thuc. наиболее выдающиеся воины.