κνῖσα: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(nl)
(2)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κνῖσα -ης, ἡ, Ion. κνίση geurende vetdamp (van gebraden vlees bij offers), offergeur:. κνίση δ ’ οὐρανὸν ἷκεν de geurende damp van de offers reikte tot de hemel Il. 1.317. vet (dat bij het offer het vlees omhult):. μηρούς... κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν zij bedekten de schenkelstukken met vet Il. 1.460; κνίσῃ... κῶλα ξυνκαλυπτά de met vet bedekte dijstukken Aeschl. PV 496.
|elnltext=κνῖσα -ης, ἡ, Ion. κνίση geurende vetdamp (van gebraden vlees bij offers), offergeur:. κνίση δ ’ οὐρανὸν ἷκεν de geurende damp van de offers reikte tot de hemel Il. 1.317. vet (dat bij het offer het vlees omhult):. μηρούς... κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν zij bedekten de schenkelstukken met vet Il. 1.460; κνίσῃ... κῶλα ξυνκαλυπτά de met vet bedekte dijstukken Aeschl. PV 496.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">steam and odour of fat, smell and savour of burnt sacrifice, fat caul</b> (Il., Arist., hell.).<br />Other forms: ep. <b class="b3">κνίση</b>. Also <b class="b3">κνῖσος</b> n. (Kom. Adesp. 608, Sch.), after <b class="b3">λίπος</b> a. o.<br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">πολύ-κνισος</b> <b class="b2">with rich smell of the sacrifice</b> (A. R.).<br />Derivatives: <b class="b3">κνισήεις</b> (κ 10, Pi.), <b class="b3">κνισωτός</b> (A. Ch. 485), <b class="b3">κνισηρός</b> (Achae. 7) <b class="b2">smelling of fat</b>, <b class="b3">κνισώδης</b> [[id]], [[fett]] (Arist., Gal.), <b class="b3">κνισαλέος</b> (H.), <b class="b3">κνισός</b> (Ath. 3, 115e; = <b class="b3">κνισήεις</b>. Denomin. verbs: <b class="b3">κνισάω</b> <b class="b2">fill with the smell...</b> (E., Ar.), <b class="b3">κνισόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">be changed into the smell..., give the smell...</b> (Arist., Ph.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Lat. [[nīdor]] m. <b class="b2">smell of roasted meat, vapour, smoke</b>, which can come from <b class="b2">*cnīdōs</b>, makes for <b class="b3">κνίση</b>, from where secondarily <b class="b3">κνῖσα</b> (Solmsen Wortforschung 238), an <b class="b2">s-</b>stem based <b class="b3">*κνιδσ-α</b> possible, from IE. <b class="b2">*knīdos-</b> n.; cf. on <b class="b3">ἕρση</b>. Close is OWNo. [[hniss]] n. <b class="b2">strong smell, bad taste in eating</b>, IE. <b class="b2">*knid-to-</b>. As this without doubt belongs to [[hnītan]] <b class="b2">push against</b> (cf. Goth. [[stigqan]] [[push]] = OHG [[stincan]] [[stink]]), one assumes also for [[nīdor]] and <b class="b3">κνῖσα</b> a comparable origin, i.e. connection with <b class="b3">κνίζω</b>. As for <b class="b3">κνίδη</b> we have however for <b class="b3">κνῖσα</b> and [[nīdor]] to start from a longvovalic form. - From Celtic perh. here Ir. a. Welsh [[cnes]] [[skin]] (IE. <b class="b2">*knid-tā</b>; cf. OWNo. [[hniss]]; on the meaning Vendryes WuS 12, 243). - See Bq, Bechtel Lex. s. <b class="b3">κνίση</b>, W.-Hofmann s. [[nidor]]; s. also on <b class="b3">-κναίω</b>. - The long vowel is quite problematic for IE; is the word rather Pre-Greek?
}}
}}

Revision as of 02:10, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῖσα Medium diacritics: κνῖσα Low diacritics: κνίσα Capitals: ΚΝΙΣΑ
Transliteration A: knîsa Transliteration B: knisa Transliteration C: knisa Beta Code: kni=sa

English (LSJ)

Ep.κνίση [ῑ], ης, ἡ,

   A steam and odour of fat which exhales from roasting meat, smell or savour of a burnt sacrifice (ἡ λιπαροῦ θυμίασις, opp. λιγνύς, Arist.Mete.387b6, cf. 388a5); κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Il.1.317; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω 8.549, cf.Ar.Av.193, 1517: generally, odour of savoury meat, Id.Ach.1045 (lyr.), Alex.261.4; αἱ ἐκ τῶν αἱμάτων καὶ σαρκῶν κ. Porph. Abst.2.42; of eructations, Xenocr. ap. Orib.2.58.152.    II that which causes this smell, fat caul (cf. κνῖσα· ἐπίπλους, AB1095), in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν Il.1.460, cf. Od.18.45, 119, etc.; κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά A.Pr.496:—κνίσσα, κνίσση are incorrect forms, cf. Hdn.Gr.2.901, al.

German (Pape)

[Seite 1461] ἡ, = κνίσσα, w. m. s., nach Drac. p. 21, 4; κνίσα ist eine falsche Form.

Greek (Liddell-Scott)

κνῖσα: Ἐπικ. κνίση, ης, ἡ, Λατ. nidor, ὁ λιπαρὸς ἀτμὸς ἢ «ἀχνὸς» καὶ ἡ ὀσμὴ ὀπτωμένου κρέατος, ἡ ἐκ τῶν θυμάτων ἀναφερομένη ἀναθυμίασις, ἥτις εὐηρέστει τοὺς Θεούς, (ἡ λιπαροῦ θυμιάσις, διακεκριμένη ἀπὸ τῆς λιγνύος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28, πρβλ. 34), συχνὸν παρ’ Ὁμ.˙ κνίση δ’ οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Ἰλ. Α. 317˙ κνίσην δ’ ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω Θ. 549˙ πρβλ. τὴν διακωμῴδησιν τοῦτου ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 193, 1517˙ καθόλου ἡ ὀσμὴ εὐχύμου κρέατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχαρν. 1045, Ἄλεξ. ἐν Ἀδ. 1. 4. ΙΙ. τὸ προξενοῦν τὴν ὀσμὴν ταύτην καὶ ἀτμόν, δηλ. ὡς τὸ δημός, τὸ παχὺν ἐπίπλουν, ἐν ᾧ ἡ σὰρξ τοῦ θύματος ἐτυλίσσετο καὶ ἐκαίετο, αὐτὸ τὸ λίπος τοῦ ἱερείου, μηρούς τ’ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν Ἰλ. Α. 460, πρβλ. Ὀδ. Σ. 45, 119, κτλ˙ κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ Αἰσχύλ. Πρ. 496. ― Κνίσα, κνίση, δι’ ἑνὸς σ εἶναι ὀρθότεροι τύποι ἀντὶ τῶν κοινῶν κνίσσα, κνίσση, οὓς εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι τὸ ι ἦν φύσει μακρόν), Δράκων σ. 21. 4, Ἠρῳδιαν. παρ’ Εὐσταθ. 49. 31., 1766. 30., 1810. 30˙ κατὰ ταῦτα οἱ νεώτεροι ἐκδόται ἀποκατέστησαν τοὺς δι’ ἑνὸς σ τύπους, ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1045.

French (Bailly abrégé)

mieux que κνῖσσα;
ης (ἡ) :
1 odeur de la viande et de la graisse brûlées dans les sacrifices ; en gén. odeur, fumet d’un rôti ; fig. fumée (de la gloire);
2 graisse des victimes.
Étymologie: DELG cf. lat. nidor.

Greek Monolingual

η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση)
1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο του κρέατος («κνίση δ' οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» — η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.)
2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το κρέας και τα κόκαλα του σφαγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. λατ. nidor «οσμή ψητού κρέατος» < qnidos, αρχ. νορβ. hniss «οσμή λίπους» < qnid-to) οδηγούν σε αρχικό ελλ. τ. κνιδ-σᾱ, που έδωσε τον επικ. τ. κνίση και μεταγενέστερα τον αττ. τ. κνῖσă. Η συγγένεια, εξάλλου, του αρχ. νορβ. τ. hniss με το ρ. hnitan «αγγίζω» αποτελεί ισχυρή ένδειξη συγγένειας του κνῖσα με το κνίζω «ξύνω». Παρλλ. σημασιολογικά είναι και η συγγένεια του γοτθ. stiggan «αγγίζω» με το αρχ. άνω γερμ. stinkan «μυρίζω άσχημα». Το κνῖσα επομένως συνδέεται με το κνῐζω, εμφανίζοντας όμως μακρό φωνήεν --, όπως ακριβώς και το κνίδη «τσουκνίδα».
ΠΑΡ. αρχ. κνισαλέος, κνισάριον, κνισήεις, κνισηρός, κνιστός, κνισώ / -άω
αρχ.-μσν.
κνισώ / -όω, κνισώδης, κνισωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνισοδιώκτης, κνισοκόλαξ, κνισολοιχία, κνισολοιχός, κνισοτηρητής
μσν.
κνισοθύτης].

Greek Monotonic

κνῖσα: Επικ. κνίση, -ης, , Λατ. nidor,
I. λιπαρός ατμός, αχνός και μυρωδιά που βγαίνει από το ψημένο κρέας, γεύση και αναθυμίαση των καιομένων θυσιών, η οποία ανεβαίνει στον ουρανό ως προσφορά στους θεούς, σε Όμηρ.
II. αυτό το οποίο προκάλεσε αυτή τη μυρωδιά και αυτόν τον καπνό, δηλ. το λίπος, μέσα στο οποίο περιτυλιγόταν και καιγόταν η σάρκα του θύματος, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κνῖσα: и κνίσσα, эп.-ион. κνίση (ῑ) ἡ
1) чад сжигаемого жира, запах сжигаемых жертв: κ. οὐρανὸν ἷκεν Hom. благоухание жертвоприношений возносилось к небу;
2) запах жареного: ἀποκτενεῖς λιμῷ με καὶ τοὺς γείτονας κνίσῃ Arph. голодом и запахом жареных кушаний ты замучишь меня и соседей;
3) тук, жир: γαστὴρ ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματος Hom. (козий) желудок, наполненный жиром и кровью (род колбасы); κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch. обложенные жиром члены (жертвенного животного).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνῖσα -ης, ἡ, Ion. κνίση geurende vetdamp (van gebraden vlees bij offers), offergeur:. κνίση δ ’ οὐρανὸν ἷκεν de geurende damp van de offers reikte tot de hemel Il. 1.317. vet (dat bij het offer het vlees omhult):. μηρούς... κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν zij bedekten de schenkelstukken met vet Il. 1.460; κνίσῃ... κῶλα ξυνκαλυπτά de met vet bedekte dijstukken Aeschl. PV 496.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: steam and odour of fat, smell and savour of burnt sacrifice, fat caul (Il., Arist., hell.).
Other forms: ep. κνίση. Also κνῖσος n. (Kom. Adesp. 608, Sch.), after λίπος a. o.
Compounds: Compp., e. g. πολύ-κνισος with rich smell of the sacrifice (A. R.).
Derivatives: κνισήεις (κ 10, Pi.), κνισωτός (A. Ch. 485), κνισηρός (Achae. 7) smelling of fat, κνισώδης id, fett (Arist., Gal.), κνισαλέος (H.), κνισός (Ath. 3, 115e; = κνισήεις. Denomin. verbs: κνισάω fill with the smell... (E., Ar.), κνισόομαι, -όω be changed into the smell..., give the smell... (Arist., Ph.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lat. nīdor m. smell of roasted meat, vapour, smoke, which can come from *cnīdōs, makes for κνίση, from where secondarily κνῖσα (Solmsen Wortforschung 238), an s-stem based *κνιδσ-α possible, from IE. *knīdos- n.; cf. on ἕρση. Close is OWNo. hniss n. strong smell, bad taste in eating, IE. *knid-to-. As this without doubt belongs to hnītan push against (cf. Goth. stigqan push = OHG stincan stink), one assumes also for nīdor and κνῖσα a comparable origin, i.e. connection with κνίζω. As for κνίδη we have however for κνῖσα and nīdor to start from a longvovalic form. - From Celtic perh. here Ir. a. Welsh cnes skin (IE. *knid-tā; cf. OWNo. hniss; on the meaning Vendryes WuS 12, 243). - See Bq, Bechtel Lex. s. κνίση, W.-Hofmann s. nidor; s. also on -κναίω. - The long vowel is quite problematic for IE; is the word rather Pre-Greek?