εὐσταλής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐστᾰλής:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо снаряженный ([[στόλος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо сидящий в седле ([[ἱππεύς]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> легкий, подвижной ([[σῶμα]] Plut. - ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);<br /><b class="num">6)</b> легкий, благополучный ([[πλοῦς]] Soph.);<br /><b class="num">7)</b> (тж. εὐ. τὸ [[σχῆμα]] Luc.) чинный, благовоспитанный ([[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> правильный, нормальный ([[ὑστέρα]] Arst.).
|elrutext='''εὐστᾰλής:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо снаряженный ([[στόλος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо сидящий в седле ([[ἱππεύς]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> легкий, подвижной ([[σῶμα]] Plut. - ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);<br /><b class="num">6)</b> легкий, благополучный ([[πλοῦς]] Soph.);<br /><b class="num">7)</b> (тж. εὐ. τὸ [[σχῆμα]] Luc.) чинный, благовоспитанный ([[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> правильный, нормальный ([[ὑστέρα]] Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-στᾰλής, ές [[στέλλω]]<br /><b class="num">1.</b> well-equipt, Aesch.; of [[troops]], [[light]]-[[armed]], Lat. [[expeditus]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> well-conducted, [[favourable]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> well-[[packed]], [[compact]], Plut.<br /><b class="num">4.</b> well-behaved, [[mannerly]], Plat.: —in [[dress]], [[neat]], [[trim]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταλής Medium diacritics: εὐσταλής Low diacritics: ευσταλής Capitals: ΕΥΣΤΑΛΗΣ
Transliteration A: eustalḗs Transliteration B: eustalēs Transliteration C: efstalis Beta Code: eu)stalh/s

English (LSJ)

ές, (στέλλω)

   A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς -έστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς -έστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.    2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής a fair and easy voyage, S.Ph.780.    3 compact, εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.    4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.    II Adv. -λῶς, Ion. -λέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐ. ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1.    2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd.    3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bien équipé;
2 dont l’équipement est bien proportionné ou ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;
3 en gén. de tenue correcte;
4 aisé, facile.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῡς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῑς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. α-σταλής, μονο-σταλής].

Greek Monotonic

εὐστᾰλής: -ές (στέλλω),·
1. καλά εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, ψιλά, ελαφρά οπλισμένοι, Λατ. expeditus, σε Θουκ., Ξεν.
2. απλός, εύκολος, ευχάριστος, σε Σοφ.
3. καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, συμπαγής, σε Πλούτ.
4. αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, καθαρός και περιποιημένος, συγυρισμένος, φροντισμένος, ευπρεπής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστᾰλής:
1) хорошо снаряженный (στόλος Aesch.);
2) (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);
3) хорошо сидящий в седле (ἱππεύς Xen.);
4) легкий, подвижной (σῶμα Plut. - ср. 2);
5) легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);
6) легкий, благополучный (πλοῦς Soph.);
7) (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный (ἀνήρ Plat.);
8) правильный, нормальный (ὑστέρα Arst.).

Middle Liddell

εὐ-στᾰλής, ές στέλλω
1. well-equipt, Aesch.; of troops, light-armed, Lat. expeditus, Thuc., Xen.
2. well-conducted, favourable, Soph.
3. well-packed, compact, Plut.
4. well-behaved, mannerly, Plat.: —in dress, neat, trim, Luc.