παιπάλη: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - " . ." to "…") |
(2a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πᾰιπάλη, ἡ, [redupl. from [[πάλη]]<br />[[pollen]] the finest [[flour]] or [[meal]], Lat. [[flos]] farinae, Ar.: metaph. of a [[subtle]] [[rogue]], Ar. | |mdlsjtxt=πᾰιπάλη, ἡ, [redupl. from [[πάλη]]<br />[[pollen]] the finest [[flour]] or [[meal]], Lat. [[flos]] farinae, Ar.: metaph. of a [[subtle]] [[rogue]], Ar. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''παιπάλη''': {paipálē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': 1. [[feines Mehl]], [[Mehlstaub]] (Ar. ''Nu''. 262, Apollon. Med.), 2. [[geriebener Mensch]], [[Schläuling]] (Ar. ''Nu''. 260).<br />'''Derivative''': Daneben viele formal sich eng anschließende, aber semantisch umstrittene Bildungen. A. Kompp. : 1. [[δυσπαίπαλος]] Beiw. von [[βῆσσα]] (Archil.), κύματα (B.), [[Ὄθρυς]] (Nik.) u.a.; 2. δυσοδοπαίπαλα n. pl. (A. ''Eu''. 387 [lyr.]), Les. nicht sicher; nach Sch. δυσπαράβατα καὶ τραχέα; 3. [[πολυπαίπαλος]], von Φοίνικες (ο 419), von [[αἰθήρ]] (Kall. ''Fr''. ''anon''. 225). B. Ableitungen: Adj. 1. [[παιπαλόεις]] von Inseln, Bergen, Wegen (ep. seit Il.); 2. -ιμος [[gerieben]], [[schlau]] (Theognost., Sch.); 3. -ώδης ib. (''EM'', Suid.); 4. -εος von [[πιπώ]] [[Specht]] (Antim.), Bed. unbekannt. Verba. 1. παιπαλᾶν· περισκοπεῖν, ἐρευνᾶν H., wozu formal [[παιπάλημα]] n. (Ar., Aeschin. u.a.) = 2. [[παιπάλη]]; wohl nur Erweiterung davon; 2. παιπάλλειν· σείειν H.; 3. παιπαλώσσω· τὸ [[παίζω]] καὶ τὸ παροινῶ (Theognost.). C. παίπαλά τε κρημνούς τε (Kall. ''Dian''. 194), wohl Rückbildung aus A oder B 1.<br />'''Etymology''' : Das Adj. [[παιπαλόεις]], dessen urspr. Bed. offenbar früh vergessen worden ist und das schon von den ep. Dichtern als schmückendes Beiwort ohne fixierte Bed. benutzt wurde, wird meist als ’[[τραχύς]], [[σκολιώδης]]’, d.h. [[rauh]], [[schroff]] bzw. [[gewunden]] erklärt; dementsprechend [[δυσπαίπαλος]] ‘mit schlimmen [[παίπαλα]] (Schroffheiten, Windungen)’. Von [[Windung]] ausgehend hat es Fick KZ 44, 148 f. (zustimmend Bechtel Lex. s.v.) zu einer angeblichen Wz. ''pele''- [[wenden]], auch [[falten]] ziehen wollen; [[παιπαλόεις]] somit ‘reich an Windungen od. Falten’ (vgl. [[πολύπτυχος]]), [[πολυπαίπαλος]] = [[πολύτροπος]] (mit den Alten). Die Ansetzung von ''pele''- im Sinn von [[wenden]] ruht aber auf einer falschen Eingliederung von [[πόλος]], [[πάλιν]] (s. vielmehr [[πέλομαι]]); es bleibt somit nur die Bed. [[falten]] (s. [[ἁπλόος]]). Ähnlich Worms Herm. 81, 31 A. 2: eig. [[geschwungen]], [[gewunden]], zu [[πάλλω]], woraus [[zackig]], [[sich schlangelnd]], [[zerklüftet]] (?). Bei dieser Auffassung von [[παιπαλόεις]] wird [[παιπάλη]] davon getrennt und als ein besonderes Wort mit [[πάλη]] [[Mehl]] (s.d.) zu [[πόλτος]] usw. gezogen. — Andere verbinden [[παιπαλόεις]] als [[mehlig]], [[staubig]] (zunächst von Wegen) mit [[παιπάλη]]; s. Leumann Hom. Wörter 236 ff. mit ausführlicher Begründung und reicher Lit. Dabei will L. im Gegensatz zu den Früheren [[παιπάλη]] [[Schläuling]] nicht als Metapher aus [[παιπάλη]] ‘feines (geriebenes) Mehl’ sondern aus [[πολυπαίπαλος]] erklären, dessen Ähnlichkeit mit [[πολυδαίδαλος]] in die Augen springt, aber noch der Erklärung bedarf. — Noch anders Palmer Glotta 27, 134 ff. (von Leumann mit Recht abgelehnt). Den Ursprung von [[παιπάλη]] will L. in παιπάλλειν = σείειν (’schütteln’ = [[Mehl sieben]]) finden; ebenso [[πάλη]] [[Mehl]] von [[πάλλω]]. Vgl. [[πασπάλη]].<br />'''Page''' 2,461-462 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 2 October 2019
English (LSJ)
ἡ (redupl. from πάλη (B))
A the finest flour or meal, Ar.Nu.262; π. ἀλφίτων Apollon. ap. Gal. 12.502, v.l. in Dsc.3.39: metaph., λέγειν γενήσει… παιπάλη, i. e. a subtle talker, Ar.Nu.260, cf. sq. and πασπάλη.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ (vgl. πάλη), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; παιπάλη ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη, Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.
Greek (Liddell-Scott)
παιπάλη: [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ πάλη, ἴδε πάλλω (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον ἄλευρον, ἡ ἄχνη, Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. πασπάλη), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., παιπάλη λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, αὐτόθι 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ πασπάλη. - Καθ’ Ἡσύχ: «παιπάλη· ἄλευρον λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ τυχόν», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 fleur de farine ; poussière très menue;
2 fig. homme très fin, insaisissable : παιπάλη λέγειν AR être une fine langue.
Étymologie: R. Παλ agiter, secouer ; saupoudrer.
Greek Monolingual
η (Α παιπάλη)
1. πολύ ψιλό αλεύρι
2. λεπτότατη σκόνη, άχνη
αρχ.
φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο αλεύρι, άχνη» αντιστοιχεί κατά μία άποψη με το ρ. παιπάλλω «σείω, τινάσσω» (πρβλ. πάλη [ΙΙ]: πάλλω). Η λ. επίσης με την μτφ. της σημ. «τρίμμα, σόφισμα» (πρβλ. παιπάλημα) χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άνθρωπο πανούργο, λεπτολόγο, σοφιστή και μ' αυτήν τη σημ. έχει περάσει και στα παράγωγα παιπάλιμος, παιπαλώ, παιπαλώδης. Προβλήματα ωστόσο γεννά τόσο η σημασιολογική όσο και η ετυμολογική σχέση της λ. παιπάλη με το ομηρ. επίθ. παιπαλόεις (πρβλ. δυσπαίπαλος, παίπαλον) που οι αρχ. λεξικογράφοι απέδωσαν ως «ανώμαλος, τραχύς, βραχώδης». Με βάση τη σημ. αυτή, έχουν προταθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολόγηση του επιθ., περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετες, που διαχωρίζουν το επίθ. παιπαλόεις από το ουσ. παιπάλη. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το επίθ. παιπαλόεις ανάγεται σε αμάρτυρο τ. παίπαλος με σημ. «πτυχή», που προϋποθέτει ρίζα pele- «γυρίζω», η οποία μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα τών επιθ. διπλόος / διπλός, απλός κ.λπ. Κατ' άλλους ο αμάρτυρος τ. παίπαλος έχει τη σημ. «οξύς, μυτερός, σχισμώδης» και συνδέεται με το ρ. πάλλω, ενώ κατ' άλλους η σημ. του τ. «σχισμή, πτυχή» προέρχεται από τη σύνδεσή του με το ρ. παιπάλλω «σείω» και προϋποθέτει την έννοια του σεισμού. Από το άλλο μέρος, όμως, η υπόθεση ότι αρχική σημ. του επιθ. παιπαλόεις είναι «σκονισμένος» (για δρόμους και μονοπάτια) επιτρέπει τη σημασιολογική και ετυμολογική σύνδεσή του με τη λ. παιπάλη. Το γεγονός, πάντως, ότι το επίθ. παιπαλόεις χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην ποίηση και μάλιστα στην Ομηρική δικαιολογεί ίσως τη σημασιολογική παρέκκλιση που παρουσιάζει].
Greek Monotonic
παιπάλη: [ᾰ], (αναδιπλ. από πάλη, Λατ. pollen), το πολύ αλεσμένο αλεύρι ή κριθάρι, Λατ. flos farinae, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για πανούργους ανθρώπους, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παιπάλη: (πᾰ) ἡ
1) мука тончайшего помола Arph.;
2) тонкая штучка, величайший искусник: λέγειν π. Arph. ловкий говорун.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιπάλη -ης, ἡ fijn meel, bloem; overdr. verfijnde, subtiele, geraffineerde prater. Aristoph. Nub. 260.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 1. fine flour, flour dust (Ar. Nu. 262, Apollon. Med.), 2. shrewd person, crafty person (Ar. Nu. 260).
Compounds: Compp. : 1. δυσ-παίπαλος adjunct of βῆσσα (Archil.), κύματα (B.), Ὄθρυς (Nic.) a.o.; 2. δυσοδο-παίπαλα n. pl. (A. Eu. 387, reading uncertain; after sch. δυσπαράβατα καὶ τραχέα; 3. πολυ-παίπαλος, of Φοίνικες (ο 419), of αἰθήρ (Call. Fr. anon. 225).
Derivatives: Beside it several formally close, but semantically doubtful fomations. Adj. 1. παιπαλ-όεις of islands, mountains, roads (ep. Il.); 2. -ιμος artful, shrewd (Theognost., sch.); 3. -ώδης id. (EM, Suid.); 4. -εος of πιπώ woodpecker (Antim.), meaning unknown. Verbs. 1. παιπαλᾶν περισκοπεῖν, ἐρευνᾶν H., with formally παιπάλημα n. (Ar., Aeschin.) = 2. παιπάλη; prob just enlargement of it; 2. παιπάλλειν σείειν H.; 3. παιπαλώσσω τὸ παίζω καὶ τὸ παροινῶ (Theognost.). παίπαλά τε κρημνούς τε (Call. Dian. 194), prob. backformation.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The adj. παιπαλόεις, of which the orig. meaning was apparently early forgotten and which was used by the ep. poets as epith. ornans without specific meaning, is mostly explained as τραχύς, σκολιώδης', i.e. raw, steep or twisted; so δυσ-παίπαλος with dangerous παίπαλα. Starting from winding Fick KZ 44, 148 f. (agreeing Bechtel Lex. s.v.) wanted to connect a supposed root pele- wind [impossible root form], also fold; παιπαλόεις thus rich in turns or folds (cf. πολύ-πτυχος), πολυ-παίπαλος = πολύ-τροπος (in antiquity). Positing a root pele- meaning turn however, is based on a wrong analysis of πόλος, πάλιν (s. rather πέλομαι); so only the meaning fold remains (s. ἁπλόος). Similarly Worms Herm. 81, 31 n. 2: prop. geschwungen, gewunden, to πάλλω, from where zackig, sich schlangelnd, zerklüftet(?). With this interpretation of παιπαλόεις one separates παιπάλη from it and connects it as a separate word to πάλη flour (s.v.) and πόλτος etc. -- Others connect παιπαλόεις as floury, dusty (first of roads) with παιπάλη; s. Leumann Hom. Wörter 236 ff. with extensive argumentation and rich lit. He considers παιπάλη subtle talker not as metapher of παιπάλη fine flour but explains it from πολυ-παίπαλος. -- Still diff. Palmer Glotta 27, 134 ff. (by Leumann rightly rejected). The origin of παιπάλη L. sees in παιπάλλειν = σείειν ('shake' = sieve flour); also πάλη flour from πάλλω. Cf. πασπάλη. -- On the reduplication cf. Skoda, Redoublement 33 etc.
Middle Liddell
πᾰιπάλη, ἡ, [redupl. from πάλη
pollen the finest flour or meal, Lat. flos farinae, Ar.: metaph. of a subtle rogue, Ar.
Frisk Etymology German
παιπάλη: {paipálē}
Grammar: f.
Meaning: 1. feines Mehl, Mehlstaub (Ar. Nu. 262, Apollon. Med.), 2. geriebener Mensch, Schläuling (Ar. Nu. 260).
Derivative: Daneben viele formal sich eng anschließende, aber semantisch umstrittene Bildungen. A. Kompp. : 1. δυσπαίπαλος Beiw. von βῆσσα (Archil.), κύματα (B.), Ὄθρυς (Nik.) u.a.; 2. δυσοδοπαίπαλα n. pl. (A. Eu. 387 [lyr.]), Les. nicht sicher; nach Sch. δυσπαράβατα καὶ τραχέα; 3. πολυπαίπαλος, von Φοίνικες (ο 419), von αἰθήρ (Kall. Fr. anon. 225). B. Ableitungen: Adj. 1. παιπαλόεις von Inseln, Bergen, Wegen (ep. seit Il.); 2. -ιμος gerieben, schlau (Theognost., Sch.); 3. -ώδης ib. (EM, Suid.); 4. -εος von πιπώ Specht (Antim.), Bed. unbekannt. Verba. 1. παιπαλᾶν· περισκοπεῖν, ἐρευνᾶν H., wozu formal παιπάλημα n. (Ar., Aeschin. u.a.) = 2. παιπάλη; wohl nur Erweiterung davon; 2. παιπάλλειν· σείειν H.; 3. παιπαλώσσω· τὸ παίζω καὶ τὸ παροινῶ (Theognost.). C. παίπαλά τε κρημνούς τε (Kall. Dian. 194), wohl Rückbildung aus A oder B 1.
Etymology : Das Adj. παιπαλόεις, dessen urspr. Bed. offenbar früh vergessen worden ist und das schon von den ep. Dichtern als schmückendes Beiwort ohne fixierte Bed. benutzt wurde, wird meist als ’τραχύς, σκολιώδης’, d.h. rauh, schroff bzw. gewunden erklärt; dementsprechend δυσπαίπαλος ‘mit schlimmen παίπαλα (Schroffheiten, Windungen)’. Von Windung ausgehend hat es Fick KZ 44, 148 f. (zustimmend Bechtel Lex. s.v.) zu einer angeblichen Wz. pele- wenden, auch falten ziehen wollen; παιπαλόεις somit ‘reich an Windungen od. Falten’ (vgl. πολύπτυχος), πολυπαίπαλος = πολύτροπος (mit den Alten). Die Ansetzung von pele- im Sinn von wenden ruht aber auf einer falschen Eingliederung von πόλος, πάλιν (s. vielmehr πέλομαι); es bleibt somit nur die Bed. falten (s. ἁπλόος). Ähnlich Worms Herm. 81, 31 A. 2: eig. geschwungen, gewunden, zu πάλλω, woraus zackig, sich schlangelnd, zerklüftet (?). Bei dieser Auffassung von παιπαλόεις wird παιπάλη davon getrennt und als ein besonderes Wort mit πάλη Mehl (s.d.) zu πόλτος usw. gezogen. — Andere verbinden παιπαλόεις als mehlig, staubig (zunächst von Wegen) mit παιπάλη; s. Leumann Hom. Wörter 236 ff. mit ausführlicher Begründung und reicher Lit. Dabei will L. im Gegensatz zu den Früheren παιπάλη Schläuling nicht als Metapher aus παιπάλη ‘feines (geriebenes) Mehl’ sondern aus πολυπαίπαλος erklären, dessen Ähnlichkeit mit πολυδαίδαλος in die Augen springt, aber noch der Erklärung bedarf. — Noch anders Palmer Glotta 27, 134 ff. (von Leumann mit Recht abgelehnt). Den Ursprung von παιπάλη will L. in παιπάλλειν = σείειν (’schütteln’ = Mehl sieben) finden; ebenso πάλη Mehl von πάλλω. Vgl. πασπάλη.
Page 2,461-462