κληρονομία: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(c2) |
(cc2) |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':klhronom⋯a 克累羅-挪米阿< | |sngr='''原文音譯''':klhronom⋯a 克累羅-挪米阿<br />'''詞類次數''':名詞(14)<br />'''原文字根''':份-適用 相當於: ([[נַחֲלָה]]‎)<br />'''字義溯源''':承受產業,承受基業,產業,家業,基業,得基業,嗣業,業,一份(遺產),基業;源自([[κληρονόμος]])=承繼人);由([[κλῆρος]])*=鬮,骰子)與([[νόμος]])=律法,分出)組成,而 ([[νόμος]])出自([[νέκρωσις]])Y*=分配)<br />'''出現次數''':總共(14);太(1);可(1);路(2);徒(2);加(1);弗(3);西(1);來(2);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 產業(5) 太21:38; 可12:7; 路20:14; 徒7:5; 來9:15;<br />2) 基業(2) 徒20:32; 彼前1:4;<br />3) 承受產業(2) 加3:18; 弗5:5;<br />4) 業(1) 來11:8;<br />5) 承受基業(1) 西3:24;<br />6) 嗣業(1) 弗1:18;<br />7) 得基業(1) 弗1:14;<br />8) 家業(1) 路12:13 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2019
English (LSJ)
ἡ,
A inheritance, Isoc.19.43, etc.; ἡ κ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν inheritance as heir-at-law, D.43.3; κ. μὴκατὰδόσιν, ἀλλὰκατὰ γένος Arist.Pol.1309a23: metaph., εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κ. αἱ σωματικαὶ ἡδοναί have taken possession of... Id.EN1153b33. 2 property, possession, ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κ. αὐτοῦ LXX Ju.16.21(25), cf. 1 Ma.2.56, 6.24.
German (Pape)
[Seite 1451] ἡ, das Erben, die Erbschaft; ἡ κλ, κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem. 43, 3; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist. pol. 5, 8; Sp., bes. LXX; auch übertr., Antheil, εἰλήφασί γε τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί Arist. Eth. 7, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονομία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― καθόλου, κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
participation à un héritage, droit d’hérédité.
Étymologie: κληρονόμος.
English (Strong)
from κληρονόμος; heirship, i.e. (concretely) a patrimony or (genitive case) a possession: inheritance.
English (Thayer)
κληρονομίας, ἡ (κληρονόμος), the Sept. time and again for נַחֲלָה, several times for יְרֵשָׁה, מורָשָׁה, etc.;
1. an inheritance, property received (or to be received) by inheritance, (Isocrates, Demosthenes, Aristotle): a possession (cf. English inheritance); see κληρονομέω, 2): διδόναι τί τίνι κληρονομίαν, λαμβάνειν τί εἰς κληρονομίαν, Aristotle, eth. Nic. 7,14, p. 1153b, 33)). Agreeably to the O. T. usage, which employs נַחֲלָה now of the portion of the holy land allotted to each of the several tribes (κληρονομέω, 2), the noun κληρονομία, lifted to a loftier sense in the N. T., is used to denote a. "the eternal blessedness in the consummated kingdom of God which is to be expected after the visible return of Christ": τῆς κληρονομίας, genitive of apposition (Winer's Grammar, § 59,8a.)); ἡμῶν, destined for us, τοῦ Θεοῦ, given by God, 18.
b. the share which an individual will have in that eternal blessedness: Ephesians 5:5.
Greek Monolingual
και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) κληρονόμος.]
το σύνολο ή το μέρος της περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο του κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β. «ὡμολογεῖτο γὰρ παρὰ πάντων τῆς γυναικὸς εἶναι ἡ κληρονομία κατά τὴν ἀγχιστείαν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κληρονόμοι, απόγονοι
2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα γονέων, προγόνων, η οποία μεταβιβάζεται στα τέκνα, στους απογόνους
3. φρ. «πνευματική κληρονομία του έθνους» — το σύνολο τών συγγραμμάτων τών προγόνων
μσν.
1. ωφέλεια, απόκτημα
2. ο θρησκευόμενος λαός, οι πιστοί
3. δικαίωμα κληρονομίας
4. κλήρος, μερίδιο γης
5. κτήμα
μσν.-αρχ.
1. μερίδιο, συμμετοχή
2. κατοχή, εξουσία.
Greek Monotonic
κληρονομία: ἡ, κληρονομιά, σε Δημ.· γενικά, κλ. λαμβάνειν τινός, αποκτώ την κυριότητά του, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
κληρονομία: ἡ
1) участие в наследстве, наследование (κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem.; κατὰ γένος Arst.);
2) получение в удел: τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν λαμβάνειν Arst. получать название;
3) наследие, удел, доля (οὐκ ἔχειν κληρονομίαν ἔν τινι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρονομία -ας, ἡ [κληρονόμος] erfenis:; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι ἀλλὰ κατὰ γένος de erfenissen dienen niet bij schenking te worden nagelaten, maar op grond van afstamming Aristot. Pol. 1309a23; overdr.: εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί de lichamelijke genietingen hebben zich de naam (genot) toegeëigend Aristot. EN 1153b33. christ. (bezit van) het christelijk heil.
Middle Liddell
κληρονομία, ἡ,
an inheritance, Dem.:—generally, κλ. λαμβάνειν τινός to take possession of… , Arist. [from κληρονόμος
Chinese
原文音譯:klhronom⋯a 克累羅-挪米阿
詞類次數:名詞(14)
原文字根:份-適用 相當於: (נַחֲלָה)
字義溯源:承受產業,承受基業,產業,家業,基業,得基業,嗣業,業,一份(遺產),基業;源自(κληρονόμος)=承繼人);由(κλῆρος)*=鬮,骰子)與(νόμος)=律法,分出)組成,而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(14);太(1);可(1);路(2);徒(2);加(1);弗(3);西(1);來(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 產業(5) 太21:38; 可12:7; 路20:14; 徒7:5; 來9:15;
2) 基業(2) 徒20:32; 彼前1:4;
3) 承受產業(2) 加3:18; 弗5:5;
4) 業(1) 來11:8;
5) 承受基業(1) 西3:24;
6) 嗣業(1) 弗1:18;
7) 得基業(1) 弗1:14;
8) 家業(1) 路12:13