καταστολή: Difference between revisions
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastoli | |Transliteration C=katastoli | ||
|Beta Code=katastolh/ | |Beta Code=katastolh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[equipment]], [[dress]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>2.9</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.4</span>: metaph., κ. δόξης <span class="bibl">LXX<span class="title">Is.</span>61.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[equipment]], [[dress]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>2.9</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.4</span>: metaph., κ. δόξης <span class="bibl">LXX<span class="title">Is.</span>61.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[putting down]], [[checking]], <span class="bibl">D.S. 15.94</span>; [[reduction]], [[subjugation]], <b class="b3">Ηβαΐδος</b> Wilcken <span class="title">Chr.</span>12.15 (i B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[modesty]], [[reserve]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>5</span>,<span class="bibl">8</span>; [[moderation]], <b class="b3">κ. περιβολῆς</b> in dress, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>5</span>: abs., [[dignity]], [[restraint]], κ. καὶ εὐσχημοσύνη <span class="title">Inscr.Prien.</span> 109.186 (ii B.C.), cf. Aristeas 284; ἡ τοῦ βίου σώφρων κ. <span class="title">IGRom.</span> 4.1756.66 (Sardes, i B.C.), cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.10.15</span>, <span class="bibl">21.11</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span> 4.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">conclusion, 'finale', Mim.Oxy</b>.<span class="bibl">413.95</span>; <b class="b3">δράματος</b> Sch.<span class="bibl">Ar. <span class="title">Pax</span>1203</span>; [[remission]], τῆς ὀδύνης Orib.<span class="title">Fr.</span>74.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A equipment, dress, 1 Ep.Ti.2.9, J.BJ2.8.4: metaph., κ. δόξης LXXIs.61.3. II putting down, checking, D.S. 15.94; reduction, subjugation, Ηβαΐδος Wilcken Chr.12.15 (i B.C.). 2 modesty, reserve, Hp.Decent.5,8; moderation, κ. περιβολῆς in dress, Plu.Per.5: abs., dignity, restraint, κ. καὶ εὐσχημοσύνη Inscr.Prien. 109.186 (ii B.C.), cf. Aristeas 284; ἡ τοῦ βίου σώφρων κ. IGRom. 4.1756.66 (Sardes, i B.C.), cf. Arr.Epict.2.10.15, 21.11, Porph.Abst. 4.6. 3 conclusion, 'finale', Mim.Oxy.413.95; δράματος Sch.Ar. Pax1203; remission, τῆς ὀδύνης Orib.Fr.74.
Greek (Liddell-Scott)
καταστολή: ἡ, (καταστέλλω), τὸ καταστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ κάτω ἢ ἐμποδίζειν καὶ καταπαύειν, κατάπαυσις. Διὸ ἀντιτίθενται καταστολὴ καὶ ταραχὴ Διόδ. 15. 94· κ. τῶν παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 137. 2) Τὸ καταβιβάζειν, ἀφίνειν (οἷον τὸ ἔνδυμα) πρὸς τὰ κάτω, κ. τῆς περιβολῆς Πλουτ. Περικλ. 5, ὅπερ ἐνομίζετο ὡς σεμνότης καὶ εὐσχημοσύνη. Διὸ διακρίνεται ἡ καταστολὴ τῆς περιστολῆς, Ἱππ. π. Εὐσχημ. 23. 34., 24. 13 καὶ 42. 3) αὐτὴ ἡ περιβολὴ ἢ ἡ ἐνδυμασία· Ἡσύχ. καταστολὴ = περιβολὴ καὶ Σουΐδ. κ. = στολή· ἐν κ. κοσμίῳ Παύλ. Ἐπιστολ. Π. Τιμόθ. α΄, 2, 9· καὶ μεταφρ., κ. δόξης Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΞΑ´, 3)· οὕτως ἑρμηνευτέον καὶ τὸ σκοτεινὸν χωρίον ἐν Ἐπικτ. διατριβ. 2. 21, 11· ἔρχει μοι καταστολὰς ποιήσας ὡς σοφός, λαβὼν τὸ σχῆμα καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ σοφοῦ. 4) ἐν γένει ἡ κοσμιότης, σεμνότης, σωφροσύνη, τὸ ἀτάραχον τῆς ψυχῆς, διὸ Ἐπίκτ. Διατρ. 2. 10, 15, συνάπτει αἰδῶ καὶ κατ. ἡμερότητα,- κατακόσμησις ἤθους καὶ καταστολὴ Κλήμ. Ἀλ. 785· εὐσταθείᾳ ψυχῆς καὶ καταστολῇ σώματος Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
modestie, décence, bienséance ; particul. calme plein de dignité.
Étymologie: καταστέλλω.
English (Strong)
from καταστέλλω; a deposit, i.e. (specially) costume: apparel.
English (Thayer)
καταστολης, ἡ (καταστέλλω, which see);
1. properly, a lowering, letting down; hence,
2. in Biblical Greek twice, a garment let down, dress, attire: Vulg. habitus, which the translator, according to later Latin usage, seems to understand of clothing (cf. the French l'habit); (cf. Josephus, b. j. 2,8, 4); for מַעֲטֶה, Hesychius says καταστολήν. περιβολήν (cf. Winer's Grammar, 23, but especially Ellicott on 1 Timothy , the passage cited).
Greek Monolingual
η (AM καταστολή) καταστέλλω
1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα
2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή του κινήματος»)
μσν.
ο ενταφιασμός
αρχ.
1. περιβολή, ενδυμασία, στολή
2. υποδούλωση, υποταγή
3. κοσμιότητα, σεμνότητα, μετριοφροσύνη
4. μετριοπάθεια, εγκράτεια, σωφροσύνη
5. ηρεμία ψυχής, αταραξία
6. (σχόλ. και πάπ.) το τέρμα μιας ενέργειας και ιδίως μιας σύνθετης δράσης, ειδ. η λύση της πλοκής δραματικού έργου.
Russian (Dvoretsky)
καταστολή: ἡ
1) сдерживание, унимание (sc. τῆς ταραχῆς Diod.);
2) сдержанность, скромность: κ. τῆς περιβολῆς Plut. скромность в одежде;
3) одеяние, одежда (ἐν καταστολῇ κοσμίῳ NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστολή -ῆς, ἡ [καταστέλλω] kleding: ἐν καταστολῇ κοσμίῳ in decente kleding NT 1 Tim. 2.9 schikking, ordening:. καταστολὴ περιβολῆς schikking van zijn kleding Plut. Per. 5.1.
Chinese
原文音譯:katastol» 卡他-士拖累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-安放
字義溯源:存放,衣袍,衣服,衣裳,裝飾,服飾;源自(καταστέλλω)=平靖);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 衣裳(1) 提前2:9