ἐξαναφέρω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksanafero
|Transliteration C=eksanafero
|Beta Code=e)canafe/rw
|Beta Code=e)canafe/rw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bear up]], of buoyant sea-water, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>217</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. λόγχης τύπον</b> [[exhibit]] the form of a spear, Plu.2.563a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">weather the storm</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pyrrh.</span>15</span>: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα <span class="bibl">Id.<span class="title">Oth.</span>9</span>: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[rise in the scale]], <b class="b3">ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα</b> ib.469b.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bear up]], of buoyant sea-water, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>217</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. λόγχης τύπον</b> [[exhibit]] the form of a spear, Plu.2.563a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., [[weather the storm]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pyrrh.</span>15</span>: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα <span class="bibl">Id.<span class="title">Oth.</span>9</span>: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[rise in the scale]], <b class="b3">ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα</b> ib.469b.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:38, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναφέρω Medium diacritics: ἐξαναφέρω Low diacritics: εξαναφέρω Capitals: ΕΞΑΝΑΦΕΡΩ
Transliteration A: exanaphérō Transliteration B: exanapherō Transliteration C: eksanafero Beta Code: e)canafe/rw

English (LSJ)

   A bear up, of buoyant sea-water, Arist.Fr.217.    2 ἐ. λόγχης τύπον exhibit the form of a spear, Plu.2.563a.    II intr., weather the storm, Id.Pyrrh.15: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα Id.Oth.9: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c.    2 rise in the scale, ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα ib.469b.

German (Pape)

[Seite 868] (s. φέρω), heraus-, herausbringen, ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; πρός τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφέρω: μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, ἀναβιβάζω πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν κάτω, ᾗ καὶ μᾶλλονθάλαττα τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, αὐτόθι 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· ἀντέχω, καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξανοίσω, ao.2 ἐξανήνεγκον;
I. tr. 1 soulever à la surface (de l’eau) ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) sortir de l’eau;
2 porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d’un coup de lance;
II. intr. se relever, reprendre ses forces.
Étymologie: ἐξ, ἀναφέρω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 c. ac. de pers. sacar a la superficie, mantener a flote ἡ θάλαττα τούς τε νηχομένους ἐξαναφέρει Arist.Fr.217
fig. recobrar el ánimo ἐξαναφέρειν καὶ ἀνακουφίζειν αὑτόν recobrar su ánimo y sentirse aliviado Plu.2.469c.
2 c. ac. de cosa llevar por fuera ἐξανήνεγκεν λόγχης τύπον ἐν τῷ σώματι llevó en la piel de su cuerpo la imagen de una espada Plu.2.563a.
II intr. soportar, resistir, mantenerse firme ἀρετῇ ... κυβερνητῶν ἐξανέφερε se mantenía firme por el valor de los pilotos Plu.Pyrrh.15, ἐξαναφέρειν ... πρὸς τὴν ἀδηλότητα Plu.Oth.9, cf. 2.541a, 550c, c. part. pred. del suj. ἐν νοσήματι ... κατειλημμένος οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν Plu.2.147c, ἐξαναφέρειν γλιχόμενος καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plu.2.446b.

Greek Monolingual

(AM ἐξαναφέρω)
1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.)
2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια
3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ. αντέχω στη θύελλα («ἀρετῇ και προθυμίᾳ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν ἐξανέφερε», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) αναλαμβάνω από ασθένεια, συνέρχομαι, θεραπεύομαι
4. (αμτβ.) έχω αντοχή, αντέχω, καρτερώ, υπομένω
5. εμφανίζω, δείχνω, παρουσιάζω.

Greek Monotonic

ἐξαναφέρω: μέλ. -ανοίσω,
I. ανεβάζω έξω από το νερό, σε Πλούτ.
II. αμτβ., αναρρώνω από μία ασθένεια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναφέρω: (fut. ἐξανοίσω, aor. 2 ἐξανήνεγκον)
1) выносить наверх или на берег (θάλασσα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Arst.);
2) (sc. ἑαυτόν) выплывать, добираться до берега (ἀρετῇ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν Plut.);
3) поправляться, выздоравливать (ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plut.);
4) носить на себе (λόγχης τύπον Plut.);
5) успешно справляться, уметь устоять (πρὸς τὴν τύχην Plut.).

Middle Liddell

fut. -ανοίσω
I. to bear up out of the water, Plut.
II. intr. to recover from an illness, Plut.