διαθρύπτω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diathrypto | |Transliteration C=diathrypto | ||
|Beta Code=diaqru/ptw | |Beta Code=diaqru/ptw | ||
|Definition=—Pass., aor. <b class="b3">διετρύφην [ῠ</b>] <span class="bibl">Il.3.363</span>, <span class="sense"> | |Definition=—Pass., aor. <b class="b3">διετρύφην [ῠ</b>] <span class="bibl">Il.3.363</span>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> διεθρύφθην <span class="bibl">D.L. 7.153</span>, <b class="b3">διεθρύβην [ῠ</b>] <span class="bibl">LXX<span class="title">Na.</span>1.6</span>:—[[break in pieces]], τὸ κρανίον <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>20.2</span>; φλὸξδ. τὴν τῶν λίθων ἰσχύν <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>2.17</span>:—Pass., once in Hom., <b class="b3">τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν [τὸ ξίφος</b>] Il.l.c.; of a drug, to [[be crushed]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.74</span>; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span> 2.14</span>, cf. <span class="bibl">D.H.9.21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[break down]] by profligate living and indulgence, [[enervate]], [[pamper]], τινά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>210e</span>; σώματα <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span> 2.1</span>:—Pass., to [[be enervated]], πλούτῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>891</span> (lyr.); διὰ τὸν πλοῦτον <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.2.35</span>; <b class="b3">ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων</b> ib.<span class="bibl">1.2.24</span>; διατεθρύφθαι τὸν βίον <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>13.8</span>; τῷ βίῳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>18</span>; διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις <span class="bibl">Id.<span class="title">Dio</span>8</span>. Adv.διατεθρυμμένως, ἔχειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>922c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Med., <b class="b2">give oneself airs;</b> of a prudish girl, to [[be coy]], <span class="bibl">Theoc.6.15</span>; of a singer, διαθρύπτεται ἤδη [[is beginning her airs and graces]], <span class="bibl">Id.15.99</span>; of a doctor, <b class="b2">have an affected 'bedside manner'</b>, Gal.17(2).148.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:25, 30 December 2020
English (LSJ)
—Pass., aor. διετρύφην [ῠ] Il.3.363, A διεθρύφθην D.L. 7.153, διεθρύβην [ῠ] LXXNa.1.6:—break in pieces, τὸ κρανίον Luc. DMort.20.2; φλὸξδ. τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.Pers.2.17:—Pass., once in Hom., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν [τὸ ξίφος] Il.l.c.; of a drug, to be crushed, Hp.Mul.1.74; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι X.Ages. 2.14, cf. D.H.9.21. II metaph., break down by profligate living and indulgence, enervate, pamper, τινά Pl.Ly.210e; σώματα X.Lac. 2.1:—Pass., to be enervated, πλούτῳ A.Pr.891 (lyr.); διὰ τὸν πλοῦτον X.Mem.4.2.35; ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων ib.1.2.24; διατεθρύφθαι τὸν βίον Ael.VH13.8; τῷ βίῳ Plu.Pomp.18; διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Id.Dio8. Adv.διατεθρυμμένως, ἔχειν Pl.Lg.922c. 2 Med., give oneself airs; of a prudish girl, to be coy, Theoc.6.15; of a singer, διαθρύπτεται ἤδη is beginning her airs and graces, Id.15.99; of a doctor, have an affected 'bedside manner', Gal.17(2).148.
Greek (Liddell-Scott)
διαθρύπτω: ἀόρ. παθ. διετρύφην [ῠ], Ἰλ., διεθρύφθην Διογ. Λ. 7. 153. 2) συνθλῶ εἰς τεμάχια, θραύω, συντρίβω εἰς τεμάχια· παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἅπαξ, τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν [τὸ ξίφος] Ἰλ. Γ. 363· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Ξεν. Ἀγησ. 2, 14· διαθρύπτειν τὸ κρανίον Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 2. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. frangere, ἀδυνατίζω, ἐκθηλύνω τινὰ δι’ ἀσώτου βίου καὶ διὰ τρυφῆς καὶ θωπειῶν, ἐκνευρίζω, καθιστῶ τρυφηλόν, «χαϊδεμένον», θηλυπρεπῆ, Πλάτ. Λύσ. 210Ε, Ξεν. Πολ. Λακ. 2. 1. - Παθ. ὡς τὸ Λατ. frangi, κατασυντρίβομαι, ἐξαδυνατίζομαι, ἐκνευρίζομαι, διὰ τρυφῆς διαφθείρομαι, πλούτῳ Αἰσχύλ. Πρ. 891· διὰ τὸν πλοῦτον Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων αὐτόθι 1. 2, 24· διατεθρύφθαι τὸν βίον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 8· τῷ βίῳ Πλούτ. Πομπ. 18· διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις, Λατ. animo fractus, ὁ αὐτ. Δίωνι 8· ἐντεῦθεν ἐπίρρ., διατεθρυμμένως ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 922C. 2) Μέσ., «καμαρώνω», ὑπερηφανεύομαι, κομψεύομαι· ἐπὶ φιλαρέσκου κόρης, ἀκκίζομαι, «κάμνω νάζια», τινι Θεόκρ. 6. 15, ἐπὶ γυναικὸς ἀοιδοῦ, διαθρύπτεται ἤδη, «κάμνει τὰ τσακίσματά της», λαμβάνει στάσιν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ ᾆσμα, ὁ αὐτ. 15. 99.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. διετρύφην, pf. Pass. διατέθρυμμαι;
1 mettre en pièces : τὸ κράνιον LUC briser le crâne ; Pass. être mis en pièces : τριχθά τε καὶ τετραχθά IL en trois et quatre morceaux;
2 fig. briser par une vie molle ; énerver, efféminer;
Moy. διαθρύπτομαι faire des manières, minauder.
Étymologie: διά, θρύπτω.
English (Autenrieth)
aor. pass. part. διατρυφέν: break in pieces, shiver, Il. 3.363†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. aor. ind. διεθρύβησαν LXX Na.1.6, part. διατρῠφέν Il.3.363, Q.S.1.549, διαθρυφθέν D.L.7.153]
I 1hacer pedazos, romper en pedazos ἕνα γῆς ... βῶλον D.Chr.3.33, τὸ κρανίον Luc.DMort.6.2, ἔργα ... μελίσσης Nic.Al.445, τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.Pers.2.17.24
•c. ac. de alimentos partir en pedazos (τὸν ἄρτον) Hp.Vict.3.75, LXX Is.58.7, Ast.Am.Hom.3.12.3, διαθρύψεις αὐτὰ κλάσματα (un pan ritual), LXX Le.2.6, cf. Hsch., en v. pas. ξίφος ... τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν espada hecha tres o cuatro pedazos, Il.l.c., cf. X.Ages.2.14, D.H.9.21, Q.S.l.c., νέφος ... ὑπὸ πνεύματος διαθρυφθέν D.L.l.c., αἱ πέτραι διεθρύβησαν ἀπ' αὐτοῦ LXX l.c.
2 en v. med. romperse διαθρύπτονται ἐν ταῖς χερσίν de un tipo de piedras, Thphr.Lap.21, τὸν στέφανον ἐκπεσόντα ... διαθρυπτόμενον Plu.Sull.11.
3 machacar, triturar los ingredientes en una receta de cocina τὸ ἔντερον καὶ τὸ αἷμα διαθρύψαντα Epainetus en Ath.662e, en v. pas., de ingredientes farmacéuticos, Hp.Mul.1.74.
II fig.
1 destrozar, echar a perder a causa de una vida muelle, e.d. enervar, debilitar, corromper (τὰ παιδικά) Pl.Ly.210e, σώματα X.Lac.2.1, τοὺς στρατιώτας D.Chr.1.29, en v. pas. τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων A.Pr.891, Ἀλκιβιάδης ... ὑπὸ πολλῶν καὶ δυνατῶν ἀνθρώπων διαθρυπτόμενος X.Mem.1.2.24, πολλοὶ δὲ διὰ τὸν πλοῦτον διαθρυπτόμενοι X.Mem.4.2.35, ἀνὴρ ... διατεθρυμμένος ... κολακείαις un hombre corrompido por adulaciones Plu.Dio 8, ὁ Μέτελλος ... διετέθρυπτο τῷ βίῳ Plu.Pomp.18, διατεθρύφθαι τὸν βίον llevar una vida relajada Ael.VH 13.8.
2 en v. med. tratar de atraer, coquetear c. dat. de pers. ἃ δὲ καὶ αὐτόθε τοι διαθρύπτεται Theoc.6.15
•de un médico comportarse con afectación Gal.17(2).148.
Greek Monolingual
διαθρύπτω (AM) θρύπτω
1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα
2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια
αρχ.
1. κολακεύω
2. μέσ. διαθρύπτομαι
κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι
3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ.
Greek Monotonic
διαθρύπτω: μέλ. -ψω, — Παθ. αόρ. βʹ διετρύφην [ῠ]·
I. σπάζω σε τεμάχια, σπάζω σε κομμάτια, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, σε Λουκ. — Παθ., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν (τὸ ξίφος), σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι, σε Ξεν.
II. 1. μεταφ., όπως το Λατ. frangere, καταρρακώνω κάποιον μέσω έκλυτης ζωής και τρυφηλού, αμαρτωλού βίου, αποχαυνώνω, εκθηλύνω, παραχαϊδεύω, κάνω κάποιον αδύναμο και θηλυπρεπή, σε Πλάτ., Ξεν. — Παθ., αποχαυνώνομαι, παραχαϊδεύομαι, διαφθείρομαι, γίνομαι μαλθακός, σε Αισχύλ., Ξεν.
2. — Μέσ., περηφανεύομαι, το παίρνω πάνω μου, γίνομαι υπερόπτης, λέγεται για κάποιον σεμνότυφο, σε Θεόκρ.· λέγεται για γυναίκα αοιδό, διαθρύπτεται ἤδη, παίρνει πόζα, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θρύπτω act. verbrijzelen; overdr.: τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων degenen die door rijkdom verpest worden Aeschl. PV 891; τὰ παιδικὰ δ. je vriendje verpesten Plat. Lys. 210e. med.: koket zijn, zich koket gedragen:. ἃ δὲ καί... τοι διαθρύπτεται (een meisje) dat zich voor jou uitslooft Theocr. 6.15.
Russian (Dvoretsky)
διαθρύπτω: (pass.: aor. διετρύφην - поздн. διεθρύφθην)
1) разбивать, сокрушать (τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν ξίφος Hom.; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Xen.; κρατήσας καὶ διαθρύψας τὸ τείχισμα Plut.; τὸ κρανίον τινός Luc.);
2) расслаблять, изнеживать (σώματα ἱματίων μεταβολαῖς Xen.);
3) развращать, портить (τινά Plat.; διαθρυπτόμενοι πλούτω Aesch. и διὰ τὸν πλοῦτον Xen.): διατεθρύφθαι τῷ βίῳ Plut. предаться распутной жизни; διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις Plut. развращенный льстивыми нашептываниями;
4) med. кокетничать, рисоваться, жеманничать Theocr.
Middle Liddell
fut. ψω Pass., aor2 διετρύφην
I. to break in sunder, break in pieces, shiver, Luc.:—Pass., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν [τὸ ξίφος Il.; ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Xen.
II. metaph., like Lat. frangere, to break down by profligate living and indulgence, to enervate, pamper, make weak and womanish, Plat., Xen.: —Pass. to be enervated, pampered, Aesch., Xen.
2. Mid. to give oneself airs, of a prude, Theocr.; of a singer, διαθρύπτεται ἤδη is beginning her airs, Theocr.