εὐπάθεια: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpatheia | |Transliteration C=efpatheia | ||
|Beta Code=eu)pa/qeia | |Beta Code=eu)pa/qeia | ||
|Definition=[πᾰ], Ion. εὐπαθ-είη, ἡ, (εὐπᾰθής) <span class="sense"> | |Definition=[πᾰ], Ion. εὐπαθ-είη, ἡ, (εὐπᾰθής) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[comfort]], [[ease]], <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>9.3</span>; <b class="b3">οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν</b> ib.<span class="bibl">11.9</span>, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., [[enjoyments]], [[luxuries]], <b class="b3">ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι</b> [[enjoy oneself]], [[make merry]], <span class="bibl">Hdt.1.22</span>,<span class="bibl">191</span>, <span class="bibl">8.99</span>; εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν <span class="bibl">Id.1.135</span>; also, [[delicacies]], [[dainties]], εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>18</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>404d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> pl. in Stoic Philos., [[innocent emotions]], opp. [[πάθη]], <span class="title">Stoic.</span>3.105,al. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[τὸ εὖ πάσχειν]], [[receipt of benefits]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1159a21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[sensitiveness]] to impressions, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.53</span>; to disease, Gal.8.205, al.; [[passivity]], Plu.2.589.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:05, 30 December 2020
English (LSJ)
[πᾰ], Ion. εὐπαθ-είη, ἡ, (εὐπᾰθής) A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22,191, 8.99; εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135; also, delicacies, dainties, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι X.Ap.18, cf. Pl.R.404d. 2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al. 3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21. 4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.
German (Pape)
[Seite 1086] ἡ, ion. εὐπαθίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαθίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάθειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαθείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαθείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάθειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάθεια: Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ ἀπόλαυσις ἀγαθῶν, ἀπόλαυσις ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν αὐτόθι 135· ὡσαύτως λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, μακαρία κατάστασις τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - καθόλου, εὐαισθησία, Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. litt. sensation ou impression agréable, d’où
1 jouissance, plaisir, félicité;
2 régime de vie délicat;
II. sensibilité.
Étymologie: εὐπαθής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) ευπαθής
(για νόσους) η έλλειψη αντοχής του οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου»)
νεοελλ.
(για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η ευαισθησία («ευπάθεια βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)
αρχ.
1. απόλαυση αγαθών, ησυχία, άνεση, ευμάρεια
2. στον πληθ. αἱ εὐπάθειαι
α) τέρψη, τρυφή, αισθητική ηδονή, απόλαυση
β) ορεκτικό εδώδιμο, λίχνευμα, άρτυμα, ηδυντικό
γ) (στους Στωικούς) ευχάριστη διάθεση
3. ψυχική ανακούφιση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση
4. ευεργεσία
5. (για πρόσωπα) η ιδιότητα του να συλλαμβάνει κανείς εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις
6. (για πράγματα) το να παθαίνει ένα πράγμα εύκολα κάτι, η αλλοίωση
7. φρ. α) «εὐπαθείας ἐπιτηδεύω» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσεις
β) «ἐν εὐπαθείαις εἰμί» — διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, βρίσκομαι σε ευθυμία.
Greek Monotonic
εὐπάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, απόλαυση αγαθών, άνεση, καλοπέραση, ανάπαυση, ησυχία, σε Ξεν.· ιδίως, στον πληθ., απολαύσεις, τέρψεις, τρυφές, ἐν εὐπαθίῃσι εἶναι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λιχουδιές, νοστιμιές, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐπάθεια: ἡ
1) наслаждение, удовольствие; благополучие (ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν ἰέναι Arst.);
2) (у стоиков) духовное блаженство Plut., Diog. L.;
3) (повышенная) чувствительность, впечатлительность Plut.
Middle Liddell
[from εὐπαθής
o. the enjoyment of good things, comfort, ease, Xen.:—esp. in pl. enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθίῃσι εἶναι to enjoy oneself, Hdt.; also delicacies, dainties, Xen.
English (Woodhouse)
comfort, comfortable circumstances, easy circumstances, good cheer