λέχοσδε: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] zu Bett, κιών, Il. 3, 447. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] zu Bett, κιών, Il. 3, 447. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />au lit <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέχος]], -δε. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345. | |lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:30, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. to bed, Il.3.447, Od.23.294.
German (Pape)
[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.
French (Bailly abrégé)
adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.
Greek (Liddell-Scott)
λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.
Greek Monolingual
λέχοσδε (Α)
επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκον-δε)].
Greek Monotonic
λέχοσδε: επίρρ., στο κρεβάτι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λέχοσδε: adv. на ложе, к ложу Hom.
Middle Liddell
[from λέχος
to bed, Hom.