3,253,520
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ὁ, 1) das im untern Schiffsraume sich sammelnde Meerwasser, auch der unterste Schiffsraum selbst, Od. 12, 411. 15, 479; [[ἄντλον]] εἴργων [[ναός]] Eur. Tro. 686, das Eindringen des Wassers abwehrend; [[πόλις]] [[ἄντλον]] οὐκ ἐδέξατο Aesch. Sept. 778, wehrte die eindringenden Wogen ab, wurde nicht leck; ἐν ἄντλῳ τιθέναι, in Grund bohren, übertr. wie unser scheitern lassen, Pind. P. 8, 12. – Das Meer selbst, Ol. 9, 67; [[ἀλίμενος]] Eur. Hec. 1025; vgl. Heracl. 169. – 2) Schöpfgefäß, Schiffspumpe, Sp. – 3) ein Haufen ausgedroschener, aber noch nicht gereinigter Feldfrüchte, Add. 1 (VI, 258); Suid. συγκομιδὴ τῶν ἀσταχύων ἐν τῇ ἅλῳ; vgl. Nic. Th. 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ὁ, 1) das im untern Schiffsraume sich sammelnde Meerwasser, auch der unterste Schiffsraum selbst, Od. 12, 411. 15, 479; [[ἄντλον]] εἴργων [[ναός]] Eur. Tro. 686, das Eindringen des Wassers abwehrend; [[πόλις]] [[ἄντλον]] οὐκ ἐδέξατο Aesch. Sept. 778, wehrte die eindringenden Wogen ab, wurde nicht leck; ἐν ἄντλῳ τιθέναι, in Grund bohren, übertr. wie unser scheitern lassen, Pind. P. 8, 12. – Das Meer selbst, Ol. 9, 67; [[ἀλίμενος]] Eur. Hec. 1025; vgl. Heracl. 169. – 2) Schöpfgefäß, Schiffspumpe, Sp. – 3) ein Haufen ausgedroschener, aber noch nicht gereinigter Feldfrüchte, Add. 1 (VI, 258); Suid. συγκομιδὴ τῶν ἀσταχύων ἐν τῇ ἅλῳ; vgl. Nic. Th. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />eau de mer ; ἄντλον δέχεσθαι ESCHL faire eau <i>en parl. d'un navire</i> ; mer.<br />'''Étymologie:''' DELG obsc., mais attesté déjà en myc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄντλος''': ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· [[ὡσαύτως]], ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *[[τλάω]]): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς [[ἔνθα]] «[[ὕδωρ]] συρρέει τό τε [[ἄνωθεν]] καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ [[κύτος]] τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν [[ὕδωρ]], [[πόλις]] ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν [[ὕδωρ]] νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων [[ναός]], ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν [[πόδα]], μεταφ., [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. Ἡρακλ. 168, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. 3) [[καθόλου]], τὸ θαλάσσιον [[ὕδωρ]], ἡ [[θάλασσα]], Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, [[ῥίπτω]] εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, [[ὅστις]] δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει μετὰ τῶν ἀχύρων, Ν. Θ. 114, 545, Κόϊντ. Σμ. 1. 352. | |lstext='''ἄντλος''': ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· [[ὡσαύτως]], ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *[[τλάω]]): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς [[ἔνθα]] «[[ὕδωρ]] συρρέει τό τε [[ἄνωθεν]] καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ [[κύτος]] τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν [[ὕδωρ]], [[πόλις]] ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν [[ὕδωρ]] νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων [[ναός]], ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν [[πόδα]], μεταφ., [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. Ἡρακλ. 168, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. 3) [[καθόλου]], τὸ θαλάσσιον [[ὕδωρ]], ἡ [[θάλασσα]], Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, [[ῥίπτω]] εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, [[ὅστις]] δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει μετὰ τῶν ἀχύρων, Ν. Θ. 114, 545, Κόϊντ. Σμ. 1. 352. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |