ὑπεράνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] oben darüber; [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] oben darüber; [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait au-dessus : [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι PLUT l'emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαί τινα [[ὑπεράνω]] τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄνω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεράνω''': [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν [[ὑπεράνω]] λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ [[ἔλαιον]] ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, [[νικᾶν]] τι, τῆς ὀργῆς [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς [[αὐτόθι]] 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) [[αὐτάρκης]] ἐστὶν ἡ [[μεγαλοψυχία]] πρὸς τὸ πάντων [[ὑπεράνω]] ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
|lstext='''ὑπεράνω''': [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν [[ὑπεράνω]] λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ [[ἔλαιον]] ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, [[νικᾶν]] τι, τῆς ὀργῆς [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς [[αὐτόθι]] 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) [[αὐτάρκης]] ἐστὶν ἡ [[μεγαλοψυχία]] πρὸς τὸ πάντων [[ὑπεράνω]] ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait au-dessus : [[ὑπεράνω]] γίγνεσθαι PLUT l'emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν <i>ou</i> ποιεῖσθαί τινα [[ὑπεράνω]] τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄνω]]².
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 18:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράνω Medium diacritics: ὑπεράνω Low diacritics: υπεράνω Capitals: ΥΠΕΡΑΝΩ
Transliteration A: hyperánō Transliteration B: hyperanō Transliteration C: yperano Beta Code: u(pera/nw

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. A above, opp. ὑποκάτω, SIG588.31 (Milet., ii B. C.); οἰκεῖν Luc.DDeor.4.2, etc.; above the horizon, Euc.Phaen.p.8 M.: mostly c. gen., ὑ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλέψ] Arist.HA 513b32, cf. PSI6.631.6 (iii B. C.), LXX Ez.43.15, al.; ὑ. γίγνεσθαί τινος to get the upper hand of, Telesp.44 H., Plu.2.10b, Phld.Mort.34; ὑ. τεθεῖσθαι πάντων Id.Piet.102; ποιεῖν or ποιεῖσθαί τινα or τι ὑ. τινός, Plu.2.98e, 6b; πάντων ὑ. ποιεῖν act more nobly than all others, D.L. 7.128. 2 οἱ ὑ. πλεονασμοί excessive repetitions, Plb.12.24.1; but μίαν ὑ. ποιότητα one supreme quality, Meno Iatr.14.18. 3 of time, further back, ἐκ τῶν ὑ. χρόνων SIG742.58 (Ephesus, i B. C.). 4 above, in a document, [ψηφίσματα] ὑ. γεγραμμένα ib.591.2 (Lampsacus, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1191] oben darüber; ὑπεράνω γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait au-dessus : ὑπεράνω γίγνεσθαι PLUT l'emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν ou ποιεῖσθαί τινα ὑπεράνω τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.
Étymologie: ὑπέρ, ἄνω².

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράνω: [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν ὑπεράνω λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ ἔλαιον ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, νικᾶν τι, τῆς ὀργῆς ὑπεράνω γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς αὐτόθι 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) αὐτάρκης ἐστὶν ἡ μεγαλοψυχία πρὸς τὸ πάντων ὑπεράνω ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.

English (Strong)

from ὑπέρ and ἄνω; above upward, i.e. greatly higher (in place or rank): far above, over.

English (Thayer)

(ὑπέρ and ἄνω), adverb, above: τίνος (cf. Winer's Grammar, § 54,6), above a thing — of place, Sept.; (Aristotle), Polybius, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others (Winer's Grammar, § 50,7 Note 1; Buttmann, § 146,4).)

Greek Monolingual

ὑπεράνω ΝΜΑ
επίρρ.
1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω της στέγης του ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.)
2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω του συμφέροντός του» β. «ποιεῖν τι ἤ τινα ὑπεράνω τινός»)
αρχ.
1. μτφ. παλαιότερα, πολύ παλιά («ἐκ τῶν ὑπεράνω χρόνων», επιγρ.)
2. (σχετικά με κείμενο) ανωτέρω, παραπάνω («ψηφίσματα ὑπεράνω γεγραμμένα», επιγρ.)
3. φρ. α) «ὑπεράνω γίγνομαί τινος» — αποκτώ πλεονεκτική θέση, υπερτερώ, υπερνικώ (Τελ.)
β) «oἱ ὑπεράνω πλεονασμοί» — υπερβολικές, πάρα πολλές επαναλήψεις (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄνω].

Greek Monotonic

ὑπεράνω: [ᾰ], επίρρ., επάνω από, πάνω από, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράνω:
I (ᾰ) adv.
1) чрезвычайно высоко (οἰκεῖν Luc.): ὑ. γίγνεσθαί τινος Plut. овладевать чем-л.;
2) чрезмерно, преувеличенно: οἱ ὑ. πλεονασμοί Polyb. неумеренные преувеличения или повторения.
II praep. cum gen. выше (τινός Arst., NT): ποιεῖσθαι или ποιεῖν τι ὑ. τινός Plut. ставить что-л. выше чего-л.

Middle Liddell

over, above, Luc.

Chinese

原文音譯:Øper£nw 虛胚而-安哦
詞類次數:介,副(3)
原文字根:超過-上
字義溯源:遠超⋯之上,遠超過,上有,上面;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面)組成,而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對)
出現次數:總共(3);弗(2);來(1)
譯字彙編
1) 上有(1) 來9:5;
2) 遠超(1) 弗4:10;
3) 遠超過(1) 弗1:21