βαττολογέω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³.
|btext=-ῶ :<br />bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[Βάττος]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''βαττολογέω:''' [[говорить пустое]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαττολογέω:''' μέλ. -ήσω ([[λόγος]]), [[μιλώ]] τραυλίζοντας, [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]], χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βαττολογέω:''' μέλ. -ήσω ([[λόγος]]), [[μιλώ]] τραυλίζοντας, [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]], χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βαττολογέω:''' [[говорить пустое]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[Βάττος]] [[λόγος]]<br />to [[speak]] stammeringly, say the [[same]] [[thing]] [[over]] and [[over]] [[again]], NTest.
|mdlsjtxt=[From [[Βάττος]] [[λόγος]]<br />to [[speak]] stammeringly, say the [[same]] [[thing]] [[over]] and [[over]] [[again]], NTest.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττολογέω Medium diacritics: βαττολογέω Low diacritics: βαττολογέω Capitals: ΒΑΤΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: battologéō Transliteration B: battologeō Transliteration C: vattologeo Beta Code: battologe/w

English (LSJ)

= βατταρίζω, speak stammeringly, say the same thing over and over again, Ev.Matt.6.7, Simp. in Epict.p.91D.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βατταλογέω Eu.Matt.6.7
1 repetir machaconamente las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί Eu.Matt.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.in Epict.p.91.
2 hablar por hablar ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος Vit.Aesop.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.

German (Pape)

[Seite 439] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit βατταρίζω, N. T. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.
Étymologie: Βάττος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

βαττολογέω: говорить пустое NT.

Greek (Liddell-Scott)

βαττολογέω: βατταρίζω, ὁμιλῶ τραυλίζων, ἐπαναλαμβάνω τὸ αὐτὸ πολλάκις (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - ἐντεῦθεν βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ., οἵτινες ὡσαύτως μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ κύριον ὄνομα Βάττος, ὅπερ φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου σίλφιον, ἴδε σίλφιον).

English (Strong)

from Battos (a proverbial stammerer) and λόγος; to stutter, i.e. (by implication) to prate tediously: use vain repetitions.

English (Thayer)

(T WH βατταλογέω (with א B, see WH's Appendix, p. 152)), βαττολόγω: 1st aorist subjunctive βαττολογήσω;
a. to stammer, and, since stammerers are accustomed to repeat the same sounds,
b. to repeat the same things over and over, to use many and idle words, to babble, prate; so ἐν τῇ πολυλογία, (Vulg. multum loqui; (A. V. to use vain repetitions)); cf. Tholuck at the passage Some suppose the word to be derived from Battus, a king of Cyrene, who is said to have stuttered (Herodotus 4,155); others from Battus, an author of tedious and wordy poems; but comparing βατταρίζειν, which has the same meaning, and βάρβαρος (which see), it seems fax more probable that the word is onomatopoetic. (Simplicius, in Epictetus (ench. 30 at the end), p. 340, Schweigh edition.)

Greek Monotonic

βαττολογέω: μέλ. -ήσω (λόγος), μιλώ τραυλίζοντας, επαναλαμβάνω συνεχώς το ίδιο πράγμα, χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[From Βάττος λόγος
to speak stammeringly, say the same thing over and over again, NTest.