δειρή: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=deirh/
|Beta Code=deirh/
|Definition=ἡ, Att. δέρη <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>329</span>,<span class="bibl">875</span>, etc.; Aeol. δέρα <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span> 23.16</span>(v. infr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neck]], [[throat]], <span class="bibl">Il.11.26</span>, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. [[ornaments]], <span class="bibl">Hdt.1.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[collar]], <span class="bibl">Poll.2.235</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural, [[gully]], [[glen]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 3.27</span>, <span class="bibl">9.59</span>: but in sg., = [[δειράς]], prob. in <span class="bibl">Hermesian.7.54</span>. (The original form is preserved in Arc. δερϝά <span class="title">BCH</span>39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>262.57</span> as etym. of [[δέρρις]]: Hsch. has <b class="b3">δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν</b> by confusion with <b class="b3">δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ</b>, place-name in <span class="title">Inscr.Olymp.</span>46.30. Prob. from root of [[ζέρεθρον]], [[βιβρώσκω]].) </span>
|Definition=ἡ, Att. δέρη <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>329</span>,<span class="bibl">875</span>, etc.; Aeol. δέρα <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span> 23.16</span>(v. infr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neck]], [[throat]], <span class="bibl">Il.11.26</span>, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. [[ornaments]], <span class="bibl">Hdt.1.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[collar]], <span class="bibl">Poll.2.235</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural, [[gully]], [[glen]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 3.27</span>, <span class="bibl">9.59</span>: but in sg., = [[δειράς]], prob. in <span class="bibl">Hermesian.7.54</span>. (The original form is preserved in Arc. δερϝά <span class="title">BCH</span>39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>262.57</span> as etym. of [[δέρρις]]: Hsch. has <b class="b3">δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν</b> by confusion with <b class="b3">δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ</b>, place-name in <span class="title">Inscr.Olymp.</span>46.30. Prob. from root of [[ζέρεθρον]], [[βιβρώσκω]].) </span>
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δέρη]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 39: Line 42:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''δειρή''': {deirḗ}<br />'''See also''': s. [[δέρη]].<br />'''Page''' 1,358
|ftr='''δειρή''': {deirḗ}<br />'''See also''': s. [[δέρη]].<br />'''Page''' 1,358
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δέρη]].
}}
}}

Revision as of 15:50, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειρή Medium diacritics: δειρή Low diacritics: δειρή Capitals: ΔΕΙΡΗ
Transliteration A: deirḗ Transliteration B: deirē Transliteration C: deiri Beta Code: deirh/

English (LSJ)

ἡ, Att. δέρη A.Ag.329,875, etc.; Aeol. δέρα Sapph.Supp. 23.16(v. infr.):—A neck, throat, Il.11.26, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. ornaments, Hdt.1.51. 2 collar, Poll.2.235. II in plural, gully, glen, Pi.O. 3.27, 9.59: but in sg., = δειράς, prob. in Hermesian.7.54. (The original form is preserved in Arc. δερϝά BCH39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by EM262.57 as etym. of δέρρις: Hsch. has δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν by confusion with δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ, place-name in Inscr.Olymp.46.30. Prob. from root of ζέρεθρον, βιβρώσκω.)

Spanish (DGE)

v. δέρη.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 cou;
2 gorge.
Étymologie: cf. δειράς et lat. dorsum.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειρή Ion. voor δέρη.

Russian (Dvoretsky)

δειρή: дор. δειρά
1) шея Hom., Theocr.: τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς Her. ожерелье;
2) горло HH;
3) перен. пасть (sc. Ταρτάρου Hes.);
4) горная гряда (Ἀρκαδίας δειραί Pind.).

English (Autenrieth)

ῆς: neck, throat.

Greek Monolingual

δειρή και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α)
1. λαιμός, τράχηλος
2. περιδέραιο
3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα
4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» — τα στολίδια, τα κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ, ο οποίος απαντά και στην Αρκαδική. Στις ινδο-ιρανο-βαλτο-σλαβικές γλώσσες μαρτυρούνται ετυμολογικώς συγγενείς λέξεις
πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ grīvā «λαιμός, τράχηλος», ρωσ. grīva «χαίτη, ράχη βουνού», λεττ. grīva «εκβολή ποταμού», οι οποίες οδήγησαν στην αναγωγή σε αρχικό τ. gwer-uā (παράλληλα προς το gwrī-uā). Η υπόθεση όμως αυτή προσκρούει στην ύπαρξη αιολ. τ. δέρα αντί του αναμενόμενου βέρα, αν και υποστηρίχθηκε ότι πιθ. στη Λεσβιακή το gw μπροστά από e είχε περισσότερο χειλική προφορά απ' ό,τι στις άλλες διαλέκτους. Η σχέση εξάλλου μεταξύ gwer- και gwrī- δεν είναι σαφής και έχει δώσει λαβή στη διατύπωση διαφόρων υποθέσεων. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει ετυμολογική σχέση με τη ρίζα του βιβρώσκω].

Greek Monotonic

δειρή: ἡ, λαιμός, τράχηλος, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — δέρη (όχι δέρα), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).

Greek (Liddell-Scott)

δειρή: ἡ, ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. δέρη, ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = δειράς, Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. δειράς· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ τύπος δέρη (ὅπερ τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).

Frisk Etymological English

See also: s. δέρη.

Middle Liddell

perhaps akin to Lat. dorsum note that we get δέρη not δέρα, even in attic.]
the neck, throat, Il., Hdt.; attic Trag.

Frisk Etymology German

δειρή: {deirḗ}
See also: s. δέρη.
Page 1,358