επέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(13)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπέρχομαι]])<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]]<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι επερχόμενοι</i>, -<i>ες</i>, -<i>a</i> (AM ἐπερχόμενοι, -αι, -α)<br />αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβάλλω]], [[πλήττω]] αιφνιδιαστικά<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[πάνω]] σε κάποιον («πνεῡμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] («[[ὄρνις]] γάρ [[σφιν]] ἐπῆλθε»)<br /><b>2.</b> [[εισβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπέρχεται</i><br />συμβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] σε κάποιον να του ζητήσω [[συμβουλή]] («μάντεις δ' ἐπῆλθες ἐμπύρων τ' εἶδες [[φλόγα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]], [[πηγαίνω]]<br /><b>3.</b> [[κατηγορώ]], [[επιτιμώ]] («ταῡτα μὲν σε πρῶτ' ἐπήλθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσοδο) εισπράττομαι<br /><b>5.</b> (για χρόνο) ξαναέρχομαι, [[φθάνω]] («ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν [[ἔτος]] καὶ ἐπήλυθον ὧραι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]] («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε»)<br /><b>7.</b> (για δεύτερη [[γυναίκα]]) [[έρχομαι]] στο [[σπίτι]] του συζύγου<br /><b>8.</b> [[επισκέπτομαι]] έναν [[τόπο]] («πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῑαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περπατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περνώ]]<br /><b>10.</b> (για ποταμό) [[κατακλύζω]] («ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῑλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μόνον τὸ Δέλτα»)<br /><b>11.</b> [[πραγματεύομαι]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] («εἴθ' ἐπέλθοις ἅπαντά μοι σαφῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]] («ὧδ' οὖν ἡμεῑς λέγομεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτελώ]] («τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[ακολουθώ]] τα ίχνη, το [[παράδειγμα]], [[μιμούμαι]] («πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπέρχομαι]])<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]]<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι επερχόμενοι</i>, -<i>ες</i>, -<i>a</i> (AM ἐπερχόμενοι, -αι, -α)<br />αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβάλλω]], [[πλήττω]] αιφνιδιαστικά<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] [[πάνω]] σε κάποιον («πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] («[[ὄρνις]] γάρ [[σφιν]] ἐπῆλθε»)<br /><b>2.</b> [[εισβάλλω]]<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπέρχεται</i><br />συμβαίνει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] σε κάποιον να του ζητήσω [[συμβουλή]] («μάντεις δ' ἐπῆλθες ἐμπύρων τ' εἶδες [[φλόγα]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]], [[πηγαίνω]]<br /><b>3.</b> [[κατηγορώ]], [[επιτιμώ]] («ταῦτα μὲν σε πρῶτ' ἐπήλθον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσοδο) εισπράττομαι<br /><b>5.</b> (για χρόνο) ξαναέρχομαι, [[φθάνω]] («ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν [[ἔτος]] καὶ ἐπήλυθον ὧραι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]] («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε»)<br /><b>7.</b> (για δεύτερη [[γυναίκα]]) [[έρχομαι]] στο [[σπίτι]] του συζύγου<br /><b>8.</b> [[επισκέπτομαι]] έναν [[τόπο]] («πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῖαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περπατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[περνώ]]<br /><b>10.</b> (για ποταμό) [[κατακλύζω]] («ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῖλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μόνον τὸ Δέλτα»)<br /><b>11.</b> [[πραγματεύομαι]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] («εἴθ' ἐπέλθοις ἅπαντά μοι σαφῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]] («ὧδ' οὖν ἡμεῖς λέγομεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτελώ]] («τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[ακολουθώ]] τα ίχνη, το [[παράδειγμα]], [[μιμούμαι]] («πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπέρχομαι)
1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά
3. ακολουθώ, διαδέχομαι
4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, -ες, -a (AM ἐπερχόμενοι, -αι, -α)
αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι
μσν.- νεοελλ.
1. προσβάλλω, πλήττω αιφνιδιαστικά
2. κατέρχομαι πάνω σε κάποιον («πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ»)
αρχ.-μσν.
1. πλησιάζωὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε»)
2. εισβάλλω
3. απρόσ. ἐπέρχεται
συμβαίνει
αρχ.
1. πηγαίνω σε κάποιον να του ζητήσω συμβουλή («μάντεις δ' ἐπῆλθες ἐμπύρων τ' εἶδες φλόγα;», Ευρ.)
2. φθάνω, πηγαίνω
3. κατηγορώ, επιτιμώ («ταῦτα μὲν σε πρῶτ' ἐπήλθον», Ευρ.)
4. (για πρόσοδο) εισπράττομαι
5. (για χρόνο) ξαναέρχομαι, φθάνω («ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι», Ομ. Οδ.)
6. πλησιάζω («νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε»)
7. (για δεύτερη γυναίκα) έρχομαι στο σπίτι του συζύγου
8. επισκέπτομαι έναν τόπο («πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῖαν», Ομ. Οδ.)
9. περπατώ πάνω σε κάτι, περνώ
10. (για ποταμό) κατακλύζω («ἐπέρχεται δὲ ὁ Νεῖλος, ἐπεὰν πληθύῃ, οὐ μόνον τὸ Δέλτα»)
11. πραγματεύομαι, εξετάζω, ερευνώ («εἴθ' ἐπέλθοις ἅπαντά μοι σαφῶς», Αριστοφ.)
12. διηγούμαι, αφηγούμαι («ὧδ' οὖν ἡμεῖς λέγομεν πρῶτον περὶ πάσης γενέσεως ἐπελθόντες», Αριστοτ.)
13. κατορθώνω, επιτελώ («τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων», Θουκ.)
14. ακολουθώ τα ίχνη, το παράδειγμα, μιμούμαι («πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε», Πίνδ.).