πεδίον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[plain]], [[open country]]
|woodrun=[[plain]], [[open country]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κάμπος]]). Ἀπό τό [[πέδον]] (=[[ἔδαφος]]) πού παράγεται ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ [[πούς]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:40, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδίον Medium diacritics: πεδίον Low diacritics: πεδίον Capitals: ΠΕΔΙΟΝ
Transliteration A: pedíon Transliteration B: pedion Transliteration C: pedion Beta Code: pedi/on

English (LSJ)

τό, (πέδον)
A plain, in Hom. mostly sg., Il.5.222, al.: in plural, 12.283, Hes.Op.388, etc.; ἐν πεδίῳ on a fertile plain, opp. ἐν πέτραις, Men.719.
b metaph., of the sea, δελφινοφόρον πεδίον πόντου A.Fr. 150; πόντου πεδίον Αἰγαῖον Ion Trag.60; πεδίον πλόϊμα Tim.Pers.89.
2 freq. with genitive or adj. of particular plains (mostly in sg.), πεδίον Αἰσώπου A.Ag.297; τὸ Τροίας πεδίον S.Ph.1435 (but τὰ Τ. πεδίον 1376); τὸ Θήβης πεδίον Id.OC1312; Καϋστρίων πεδίον Ar.Ach.68; τὸ Κιρραῖον πεδίον Aeschin.3.107; τὰ Θετταλικὰ πεδία Pl.Plt.264c; τὸ Ἄρειον πεδίον = Lat. Campus Martius, D.H.7.59.
b esp. the plain of Attica, IG12.842C7, Hdt. 1.59, Th. 2.55, Is.5.22.
3 ἱππέας εἰς πεδίον προκαλεῖσθαι = calling cavalry into an open plain, prov. of challenging persons to do that in which they excel (an open plain is just what cavalry desires), Pl.Tht.183d, cf. Men. 268.
II part of the foot next the toes, metatarsus, Gal.UP3.5, al., Poll.2.197.
III pudenda muliebria, Ar.Lys.88.

German (Pape)

[Seite 541] τό (πέδον), Ebene, Fläche; Hom. oft, von der Ebene um Troja, auf welcher gekämpft wird, u. von anderen Ebenen; ποταμος πεδίονδε κάτεισιν, Il. 11, 492; λωτεῦντα, 12, 283; auch von Saat- u. Ackerfeld, Hes. auch plur., O. 390; Pind. oft, κελαινεφέων πεδίων δεσπ όταν, P. 4, 52, von Kyrene; Tragg. oft, auch zur Umschreibung dienend, τὸ Θήβης πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν, Soph. O. C. 1314, d. i. Theben, wie τὰ Τροίας πεδία πορθῆσαι Phil. 908; Ar., der es Lys. 88 für die weibliche Scham braucht. In Prosa überall, ἐκ τῶν ὑψηλῶν εἰς τὰ πεδίμ καταβαίνειν, Plat. Legg. III, 678 c. – Die Knochen hinter den Fußzehen, Poll. 2, 197.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 plaine, particul. en parl. de la plaine de l'Attique;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: πέδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδίον -ου [πέδον] vlakte:; τὸ Τροίας πεδίον de vlakte van Troje Soph. Ph. 1435; ook plur..; τὰ Θετταλικὰ πεδία de vlakte van Thessalië Plat. Plt. 264c; abs. de vlakte van Attica; Thuc. 2.20.1; geschikt voor akkerbouw; οὗτός τοι πεδίων πέλεται νόμος dat is de regel van het bouwland Hes. Op. 388; spreekw..; ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ je roept ruiters naar de vlakte ( iem. vragen om uitgerekend dat te doen waarin hij gespecialiseerd is), ‘dat is een kolfje naar zijn hand' Plat. Tht. 183d; overdr. van de zee; πλεύσασα... ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων varend over de oogstloze vlakten Eur. Phoen. 210; seks.. καλόν γ’ ἔχουσα πεδίον met een hele fraaie vlakte (d.w.z. schaamstreek) Aristoph. Lys. 88.

Russian (Dvoretsky)

πεδίον: τό
1) равнина (π. Αἰσώπου Aesch.; τὸ Τροίας π. и τὰ Τροίας πεδία Soph.): πόντου πεδία Eur. морская гладь, море;
2) поле, нива (πεδία λωτεῦντα Hom.).

English (Autenrieth)

(πέδον): plain; the freq. gen. πεδίοιο with verbs of motion is local, on, over, or through the plain.

English (Slater)

πεδῐον (-ίον, -ίῳ, -ίον; -ίων.) plain Τεύθραντος πεδίον μολών (τὴν Μυσίαν Σ.) (O. 9.71) δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας i. e. from Olympia (O. 13.29) “φῶτα κελαινεφέων πεδίων δεσπόταν” Battos, founder of Cyrene (P. 4.52) ἔνθεν δ' ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον (P. 4.259) ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον (P. 5.52) ἐν πεδίῳ Φλέγρας (N. 1.67) (ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (N. 6.10) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (N. 8.37) “ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (I. 8.40) ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἶμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον (I. 8.50) μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα the plain of Troy (I. 8.54) ]έχεται πεδίων[ (from Σ it appears that the poet is mentioning the lack of flat land in Keos) Πα. . 1. ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται *fr. 107a. 4*. Τρώιον ἂμ πεδίον fr. 172. 4. ]ν πεδίων[ (of Kirrha ?) fr. 215b. 11.

Greek Monolingual

τὸ, Α πέδη
υποκορ. του πέδη.

Greek Monotonic

πεδίον: τό (πέδον), πεδιάδα ή κάμπος, και περιληπτικά, πεδινή, ανοιχτή χώρα, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πεδίον: τό, (πέδον) πεδιάς, καὶ περιληπτικῶς πεδινὴ χώρα, ἀνοικτή, ἐπί τε καλλιεργημένου τόπου καὶ ἐπὶ πεδίου μάχης, Ὅμ., Ἡσ. κλ.· Παρ’Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ.· ἀλλὰ πληθ. εν. Ἰλ. Μ. 283, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, καθὼς συνἠθως παρὰ τοῖς Ἀττ. παρὰ Τραγ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, δελφινοφόρον πόντου πεδίον Αἰσχύλ. Ἁποσπ. 150· πόντου π. Αἰγαῖον Ἴων παρὰ τῷ Σχολιαστ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 209· πρβλ. περίρρυτος 2. 2) παρ’ Ἀττικοῖς τὸ ἑνικὸν εἶναι ἐν χρήσει ἐπί τινος ἰδιαιτέρας πεδιάδος (πρβλ. πέδον 2), πεδίον Ἀσωποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 297· τὸ Τροίας π. Σοφ. Φιλ. 1435, (ἀλλά, τὰ Τροίας π., αὐτόθι 1376)· τὸ Θήβης π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1321· Καΰστριον π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· τὸ Κιρραῖον π., ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 68, 36· τὰ Θετταλικὰ π. Πλάτ. Πολιτ. 264C· τὸ Ἄρειον π., τὸ Campus Martius, Διον. Ἁλ. 7. 57· - ἰδίως ἡ πεδιὰς τῆς Ἀττικῆς (ἴδε πεδιακός), Ἡρόδ. 1. 59, Θουκ. 2, 55, Ἰσαῖ. 53. 5· ἐν πεδίῳ, ἐπὶ εὐφόρου πεδιάδος, ἀντίθετον τῷ ἐν πέτραις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 95. 3) ἱππέας εἰς πεδίον προκαλεῖσθαι «ἐπὶ τῶν τοὺς ἔν τισι βελτίους καὶ ἐπιστημονικωτέρους αὐτῶν εἰς ἔριν προκαλουμένων» (Σχολ.), Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ ποδὸς τὸ ἀμέσως πρὸ τῶν δακτύλων, «μέρη δὲ ποδὸς τὸ μὲν ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων πεδίονὄρος ἢ πολυόστεον, ἐξ’ ὀστῶν καὶ νεύρων συγκείμενον» Πολυδ. Β΄, 197, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 88. - Πρβλ. πέδον.

Middle Liddell

πεδίον, ου, τό, πέδον
a plain or flat, and collectively a plain flat open country, Hom., Hes., etc.

English (Woodhouse)

plain, open country

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κάμπος). Ἀπό τό πέδον (=ἔδαφος) πού παράγεται ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.