νοσώδης: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[νόσος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[νόσος]]. | |mantxt=Ἀπό τό [[νόσος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[νόσος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>[[krankhaft]], [[kränklich]]</i>; γενόμενος, Plat. <i>Rep</i>. III.406a; [[<span class="ggns">Gegensatz</span>]] von [[ὑγιεινός]], IV.438e, <i>[[Charm]]</i>. 170e, [[öfter]]; Sp., wie Plut. <i>Lyc</i>. 16; – auch act., <i>[[ungesund]], [[krank]] [[machend]]</i>, τὰ νοσώδη νόσον ἐμποιεῖ, Plat. <i>Rep</i>. IV.444c; Plut. <i>Lyc</i>. 4; [[χωρίον]], Isocr. 19.22.<br>übertragen, <i>[[fehlerhaft]], [[verderbt]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. III.408b. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, A sickly, ailing, Hp.Aph.7.67 (Comp.); τὰ ν., opp. τὰ ὑγιεινά, Pl.R.438e; of persons, ib.406a; ν. σῶμα, βίος, ib.556e, Lg. 734d; τὸ ν. sickly condition, Plu.2.662f. II Act., unwholesome, pestilential, ἠήρ Hp.Aër.6; θέρος Arist.Pr.859b22; χωρίον Isoc.19.22; τόποι Arist.Top.115b20; of plants, Thphr.HP7.9.4; τὸ ν. Pl. Cri.47d: metaph., baneful, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν E.Supp.423; δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς Id.Or.480. Adv. -ωδῶς Gal.9.393, 408: correctly used only in Comp. acc. to Poll.3.105.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 malade, maladif;
2 malsain ; fig. funeste à, τινι.
Étymologie: νόσος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
νοσώδης:
1) плохого здоровья, болезненный (σῶμα Plat.; φύσει Plut.);
2) вредный для здоровья, нездоровый (χωρίον Isocr.);
3) губительный (ἀστραπαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νοσώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν νοσηρᾷ καταστάσει, ἀντίθετ. τῷ ὑγιεινός, Ἱππ. Ἀφ. 1261, Πλάτ., κτλ.· ν, σῶμα, βίος Πλάτ. Πολ. 556Ε, Νόμ. 734D· τὸ ν., νοσηρὰ κατάστασις, Πλούτ. 2. 662F· - καθόλου, νοσηρός, ἐφθαρμένος, Πλάτ. Πολ. 408Β, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., οὐχὶ ὑγιεινός, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, ὡς τὸ νοσηρός, ἀήρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8, 1· - μεταφορ., νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 423· δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480. Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. «τὸ γὰρ νοσοδῶς ἔχει τινὰ πρὸς τὴν ἀκοὴν δυσχέρειαν» Γ΄, 105.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ νοσώδης, -ῶδες) νόσος
1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος
2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῖαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις», Θεόφρ.)
3. αυτός που προκαλεί συμφορές, ολέθριος, καταστρεπτικός («δράκων στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς»
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νοσώδες
ομοιοπαθητικό φάρμακο που παρασκευάζεται από παθολογικά προϊόντα του οργανισμού σε μεγάλη αραίωση και χρησιμοποιείται στη θεραπεία τών αντίστοιχων νόσων
αρχ.
1. μτφ. φαύλος, διεφθαρμένος («νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοσώδες
νοσηρή κατάσταση («κατηγορεῖ... ή βραχύτης τοῦ βίου τὸ ἐπίκηρον καὶ νοσῶδες», Πλούτ.).
επίρρ...
νοσωδῶς και νοσώδως (Α)
με νοσώδη τρόπο.
Greek Monotonic
νοσώδης: -ες (εἶδος)·
I. αρρωστημένος, ασθενικός, πονεμένος, αυτός που βρίσκεται σε νοσηρή κατάσταση, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. Ενεργ., όχι υγιεινός, λοιμώδης, επιβλαβής, ολέθριος, σε Ευρ.
Middle Liddell
νοσ-ώδης, ες εἶδος
I. sickly, diseased, ailing, Plat., etc.
II. act. pestilential, baneful, Eur.
English (Woodhouse)
diseased, harmful, ill, insalubrious, pestilential, poisonous, sick, unwell, disposed
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό νόσος + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη νόσος.
German (Pape)
ες, krankhaft, kränklich; γενόμενος, Plat. Rep. III.406a; [[Gegensatz]] von ὑγιεινός, IV.438e, Charm. 170e, öfter; Sp., wie Plut. Lyc. 16; – auch act., ungesund, krank machend, τὰ νοσώδη νόσον ἐμποιεῖ, Plat. Rep. IV.444c; Plut. Lyc. 4; χωρίον, Isocr. 19.22.
übertragen, fehlerhaft, verderbt, Plat. Rep. III.408b.