Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀεικής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀνάρμοστος]], ἄπρεπος). Ἀπό τό α στερητ. + [[εἰκός]]. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις [[ἀεικία]] (=[[ὕβρις]]) καί [[ἀεικίζω]] (=[[βλάπτω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[εἴκω]] (=μοιάζω).
|mantxt=(=[[ἀνάρμοστος]], ἄπρεπος). Ἀπό τό α στερητ. + [[εἰκός]]. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις [[ἀεικία]] (=[[ὕβρις]]) καί [[ἀεικίζω]] (=[[βλάπτω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[εἴκω]] (=[[μοιάζω]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, Hom. und a. D., att. [[αἰκής]], = [[ἀεικέλιος]], sehr oft Hom., [[λοιγός]] <i>Il</i>. 1.456, πληγαί 2.264, [[ἔργον]] und [[πότμος]] oft; οὔ οἱ ἀεικές, es paßt sich wohl für ihn, <i>Il</i>. 15.496, 19.124; [[ähnlich]] Her. οὔ [[νύν]] τοι ἀεικὲς οὐδὲν ἦν, es war ganz [[natürlich]], 3.33; – <i>[[unansehnlich]], [[gering]]</i>, [[μισθός]] <i>Il</i>. 12.435, [[πήρα]] <i>Od</i>. 13.437. – Bei Tragg., [[δεσμός]] Aesch. <i>Pr</i>. 97, 523, [[πῆμα]] 470; [[στολή]] Soph. <i>El</i>. 184.<br><b class="num">• Adv.</b>, 102.
|ptext=ές, Hom. und a. D., att. [[αἰκής]], = [[ἀεικέλιος]], sehr oft Hom., [[λοιγός]] <i>Il</i>. 1.456, πληγαί 2.264, [[ἔργον]] und [[πότμος]] oft; οὔ οἱ ἀεικές, es paßt sich wohl für ihn, <i>Il</i>. 15.496, 19.124; [[ähnlich]] Her. οὔ [[νύν]] τοι ἀεικὲς οὐδὲν ἦν, es war ganz [[natürlich]], 3.33; – <i>[[unansehnlich]], [[gering]]</i>, [[μισθός]] <i>Il</i>. 12.435, [[πήρα]] <i>Od</i>. 13.437. – Bei Tragg., [[δεσμός]] Aesch. <i>Pr</i>. 97, 523, [[πῆμα]] 470; [[στολή]] Soph. <i>El</i>. 184.<br><b class="num">• Adv.</b>, 102.
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικής Medium diacritics: ἀεικής Low diacritics: αεικής Capitals: ΑΕΙΚΗΣ
Transliteration A: aeikḗs Transliteration B: aeikēs Transliteration C: aeikis Beta Code: a)eikh/s

English (LSJ)

ές, (Att. αἰκής, q.v.) A unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456, al.; ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250; δεσμός A.Pr.97, cf. 525; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El.191 (lyr.); -έστερα ἔπεα Hdt.7.13; οὐδὲν ἀ. παρέχεσθαι cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; so οὐ . . ἀεικέα . . ἄποινα 24.594. Adv. ἀεικῶς Hsch.; Ion. -έως Simon.13; ἀεικές as adverb, Od.17.216. 2 οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that... Hdt.3.33, 6.98, A.Pr.1042. 3 injurious, deadly, ἰός Opp.H.2.422.

Spanish (DGE)

v. ἀϊκής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 inconvenant, indigne : ἀεικέα (s.e. εἵματα) ἕσσαι OD tu es vêtu d'ignobles haillons ; adv. • ἀεικές OD indignement, honteusement;
2 invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν ἦν HDT il n’y avait rien d'étrange à ce que.
Étymologie: , εἰκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεικής -ές zie αἰκής.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικής: Hom., Her. = ἀεικέλιος.

Middle Liddell

εἴκω
1. unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.; ἀεικέα [εἵματα] Od.; δεσμὸς ἀεικής Aesch.; στολή Soph.; ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι to cause no inconvenience, Hdt.:—adv. ἀεικῶς; ionic -έως, Simon.; ἀεικές as adv., Od.
2. unseemly, shabby, μισθός, ἄποινα Il.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that . ., Hdt., Aesch. Cf. attic αἰκής.

English (Autenrieth)

(ἀϝεικ., ϝέϝοικα): unseemly, disgraceful; νόος οὐδὲν ἀεικής, ‘a likely understanding,’ οὔ τοι ἀεικές, etc.; μισθὸς ἀεικής, ‘wretchedpay; πήρη, ‘sorrywallet, ἀεικέα ἕσσαι, ‘thou art vilely clad.’

Greek Monotonic

ἀεικής: -ές (εἴκω),
1. ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής· ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀεικέα (εἵματα), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς ἀεικής, σε Αισχύλ.· στολή, σε Σοφ.· ἀεικέστερα ἔπεα, σε Ηρόδ.· οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι, δεν προξενώ καμία ενόχληση, στον ίδ.· επίρρ. ἀεικῶς· Ιων. -έως, σε Σιμων.· ἀεικές, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
2. λίγος, ευτελής· μισθός, ἄποινα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, με απαρ., δεν είναι καθόλου παράξενο, παράδοξο ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικής: -ές, = ἀνάρμοστος, ὑβριστικός, ἀπρεπής, ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· δεσμός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· οὕτως οὐ ... ἀεικέα ... ἄποινα, Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., οὐδόλως παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.

English (Woodhouse)

unseemly

⇢ Look up "ἀεικής" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνάρμοστος, ἄπρεπος). Ἀπό τό α στερητ. + εἰκός. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀεικία (=ὕβρις) καί ἀεικίζω (=βλάπτω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἴκω (=μοιάζω).

German (Pape)

ές, Hom. und a. D., att. αἰκής, = ἀεικέλιος, sehr oft Hom., λοιγός Il. 1.456, πληγαί 2.264, ἔργον und πότμος oft; οὔ οἱ ἀεικές, es paßt sich wohl für ihn, Il. 15.496, 19.124; ähnlich Her. οὔ νύν τοι ἀεικὲς οὐδὲν ἦν, es war ganz natürlich, 3.33; – unansehnlich, gering, μισθός Il. 12.435, πήρα Od. 13.437. – Bei Tragg., δεσμός Aesch. Pr. 97, 523, πῆμα 470; στολή Soph. El. 184.
• Adv., 102.