ἄστρωτος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 , $3 ;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans tapis ni couverture, sans | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[sans tapis ni couverture]], [[sans lit]] ; nu;<br /><b>2</b> [[sans selle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στρώννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:03, 7 December 2022
English (LSJ)
ον, A without bed or bedding, εὕδω Epich.35.14, cf. Pl. Smp.203d, Plt.272a. 2 uncovered, Id.Prt.321c: metaph., bare, πέδον E.HF52. 3 of a horse, without trappings, Arr.Tact.2.3, Suid.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de manta de pers. γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Pl.Plt.272a, cf. Prt.321c, Smp.203d, Plot.3.5.5
•ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι E.Fr.367, εὐναί Luc.Trag.65, cf. E.HF 52, Arr.Epict.1.24.7, Nonn.D.47.139.
2 de caballerías carente de arreos Arr.Tact.2.3, Ach.Tat.3.12.1, Sud.
German (Pape)
[Seite 378] unbedeckt, γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Plat. Polit. 272 a; vgl. Prot. 321 c; ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέντες Eur. Herc. fur. 52; ohne Decke u. ohne Bett, εὕδειν Epicharm.; ἵππος, ohne Pferdedecke, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans tapis ni couverture, sans lit ; nu;
2 sans selle.
Étymologie: ἀ, στρώννυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄστρωτος, -ον) στρωτός
(για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο»)
2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι»)
3. εκείνος που δεν έχει γίνει λείος κατά την επίστρωση («άστρωτος τοίχος», «άστρωτη μπογιά»)
4. ο ασυγύριστος («άστρωτο κρεβάτι»)
5. εκείνος που δεν έχει ετοιμαστεί με τοποθέτηση των αναγκαίων σκευών («άστρωτο τραπέζι»)
6. όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. δάπεδο («άστρωτο πάτωμα», «άστρωτος δρόμος»)
7. άτακτος, ζωηρός («άστρωτο παιδί»)
8. εκείνος που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («άστρωτος εργάτης»)
9. αυτός που δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά («άστρωτη δουλειά»)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κρεβάτι
2. ο ξεσκέπαστος
3. (για έδαφος) που δεν έχει στρωσίδια.
Greek Monotonic
ἄστρωτος: -ον, αυτός που δεν έχει κρεβάτι ή κλίνη, σε Πλάτ.· μεταφ., αυτός που δεν είναι λείος, τραχύς, ανώμαλος, απότομος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστρωτος:
1 непокрытый, неодетый (ἄνθρωπος γυμνός τε καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄ. Plat.);
2 ничем не устланный, голый (ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέναι Eur.).
Middle Liddell
without bed or bedding, Plat.: metaph. unsmoothed, rugged, Eur.