προστυγχάνω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> s'offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] προστυχοῦντος PLUT selon l'occurrence, à l'improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> s'offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ [[τοῦ]] προστυχοῦντος PLUT selon l'occurrence, à l'improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:00, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστυγχάνω Medium diacritics: προστυγχάνω Low diacritics: προστυγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: prostynchánō Transliteration B: prostynchanō Transliteration C: prostygchano Beta Code: prostugxa/nw

English (LSJ)

A obtain one's share of, and generally, obtain, προστυχόντι τῶν ἴσων S.Ph.552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.El.1463: c. dat., meet with, hit upon, Pl.Lg.844b, 893e, Plt.262b, Sph.246b. 2 of events, befall one, κακότας π. τινί Pi.Fr.42.5. 3 = πρόσειμι, φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58. 4 abs., ὁ προστυγχάνων the first person one meets, anybody, Pl.Lg.914b; πᾶς ὁ προστυγχάνων ib. 808e; οἱ αἰεὶ προστυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν Φρύξ Herod.3.36: so in neut., τὰ προστυχόντα ξένια whatever fare there was, E.Alc.754; ἐρρύφεον τὸ προστυχόν anything that came handy, Hp.Acut.39; but τὸ προστυχόν casualness, Pl.Ti.34c; πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε will act offhand, Id.Lg.962c; ἐκ τοῦ προστυχόντος offhand, ex tempore, Plu.2.150d, 407b; so κατὰ τὸ προστυχόν D.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 784] (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.

French (Bailly abrégé)

f. προστεύξομαι, ao.2 προσέτυχον;
1 s'offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ τοῦ προστυχοῦντος PLUT selon l'occurrence, à l'improviste;
2 obtenir, gén..
Étymologie: πρός, τυγχάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τυγχάνω met gen. verkrijgen:. π. τῶν ἴσων een redelijke beloning krijgen Soph. Ph. 552. met dat. aantreffen, ontmoeten:. ἐὰν... μηδαμῶς ὕδατι προστυγχάνῃ als hij totaal geen water aantreft Plat. Lg. 844b. abs. er toevallig (net, precies) zijn: ptc. subst.. ἐρρύφεον τὸ προστυχόν zij slurpten een drankje, net wat voorhanden was Hp. Acut. 39; ὁ προστυγχάνων de eerste de beste Plat. Lg. 808e; ἐκ τοῦ προστυχόντος bij toeval Plut. Phil. 7.4.

Russian (Dvoretsky)

προστυγχάνω: (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)
1 случаться, приключаться: ὁ προστυγχάνων или ὁ προστυχών Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα ξένια Eur. какое-л. угощение;
2 встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα ἑκάστοτε ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;
3 получать, обретать: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.

English (Slater)

προστυγχάνω befall εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τυγχάνω
(η μτχ. αορ. β' ως ουσ.) προστυχών, -ούσα, -όν και προστυχών, -οῦσα, -όν
ο πρώτος άνθρωπος τον οποίο συναντά κανείς, ο πρώτος τυχαίος (α. «το ρεύμα παρέσυρε καθετί το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν Φρύξ», Ηρώνδ.)
αρχ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία, πέφτω πάνω σε κάποιον
2. (με δοτ.) συναντώ κάποιον
3. λαμβάνω μερίδιο από κάτι, επιτυγχάνω κάτι («ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών», Σοφ.)
4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) προστυγχάνων, -ουσα, -ον
ο προστυχών
5. (η μτχ. ουδ. του αορ. β' ως ουσ.) τὸ προστυχόν
το τυχαίο
6. φρ. α) «τὰ προστυχόντα ξένια» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματα
β) «τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαία
γ) «ἐκ τοῦ προστυχόντος» — τυχαία, κατά σύμπτωση
δ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — πρόχειρα.

Greek Monotonic

προστυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αποκτώ μερίδιο από κάτι, με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, βρίσκω στην τύχη, σε Πλάτ.· ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ο πρώτος άνθρωπος που συναντά κάποιος, ο πρώτος που παρουσιάζεται, ο πρώτος τυχών, στον ίδ.· τὰ προστυχόντα ξένια, τροφή που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προστυγχάνω: λαμβάνω, μερίδιον, ἐκ..., ἐπιτυγχάνω, προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν ἀκτήν, Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, ἐπιτυγχάνω τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. ἑκάστοτε ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· ὡσαύτως ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, αὐτόθι 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. παρατυγχάνω.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι
to obtain one's share of a thing, c. gen., Soph.: c. dat. to meet with, hit upon, light upon, Plat.:— ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών the first person one meets, the first that offers, any body, Plat.; τὰ προστυχόντα ξένια the guests' fare set before him, Eur.