ἀκταίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "n’a" to "n'a")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ’ ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n'avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ' ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n'avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 22:26, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκταίνω Medium diacritics: ἀκταίνω Low diacritics: ακταίνω Capitals: ΑΚΤΑΙΝΩ
Transliteration A: aktaínō Transliteration B: aktainō Transliteration C: aktaino Beta Code: a)ktai/nw

English (LSJ)

= ἀκταινόω (lift up, raise), ἀκταίνειν στάσιν (γρ. βάσιν) keep my stature erect, A. Eu. 36 ; metaph, ἀ. μένος Trag.Adesp. 147 ; cf. ὑποακταίνομαι.

Spanish (DGE)

mantener en alto ἀ. στάσιν mantenerse en pie A.Eu.36, fig. ἀ. μένος Trag.Adesp.147, cf. Pi.Fr.52m.21.
• Etimología: Etim. desc. al no poder darse por segura la rel. c. ἄγω.

German (Pape)

[Seite 86] (vgl. ἀΐσσω), auffahren, sich schnell bewegen (γαυριᾶν, ἀτάκτως πηδᾶν, VLL.), soll von muthigen Pferden gebraucht sein; Aesch. Eum. 36 trans., στάσιν (v.l. βάσιν) ἀκταίνω, von Phryn. in B. A. 23 οὐκ ἔτ' ὀρθοῦν δύναμαι ἐμαυτόν, wie auch von Anderen μετεωρίζειν erkl. Seit Stephan. istvon den meisten Erkl. βάσιν ἀκτ. vorgezogen: sich schnell bewegen, s. Wellauer.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ' ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n'avoir plus la force de se tenir debout.
Étymologie: ἀκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκταίνω [etym. onzeker] oprichten, recht maken:. ὡς … μήτε μ’ ἀκταίνειν στάσιν zodat ik niet rechtop kan staan Aeschl. Eum. 36.

Russian (Dvoretsky)

ἀκταίνω: быстро двигать, поднимать: ἀ. βάσιν Aesch. быстро двигаться (v.l. ἀ. στάσιν держаться прямо).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: keep erect (στάσιν, μένος) (A.); ἀκταίνειν μετεωρίζειν H.; ὑποακταίνοντο ἔτρεμον H. as v.l. in ψ 3 for ὑπερικταίνοντο (πόδες). Also ἀπακταίνων ὁ κινεῖσθαι μη δυνάμενος H.
Other forms: aor. ἀκταινῶσαι (Anakr. s. Immisch Phil. Woch. 48, 908). Unclear ἀκταίζων ἀκτᾳζων, προθυμούμενος, η ὁρμῆς πληρῶν, η μετεωρὶζων H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The only suggestion is that it is derived from ἄγω through *ἀκτάω or *ἄκτω (cf. Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70), doubted by DELG. Cf. Bechtel Lex. For -αίνω cf. κρυσταίνω.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].] only in pres.]
to lift up, raise, ἀκταίνειν στάσιν to raise oneself so as to stand, to stand upright, Aesch.; so in the form ἀκταινόω, Plat.

Greek Monolingual

ἀκταίνω (Α)
(στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36)
σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. ἀκτάω < ἄκτω < ἀκτός, ρημ. επίθ. του ἄγω (πρβλ. και ἀκόλαστος > ἀκολασταίνω, ἄλαστος > ἀλασταίνω). Η μαρτυρία του Ησυχίου πως ο τ. ἀπακταίνων σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την υπόθεση πως αρχικά το ρ. είχε τη σημασία του «κινούμαι» πράγμα που διευκολύνει στην ερμηνεία τών σημασιών που τελικά απέκτησε η λέξη («ορθώνομαι, πηδώ, ορμώ»)].
ἀκταινῶ (-όω) (Α)
σηκώνω, υψώνω, κρατώ μετέωρο κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρήμ. ἀκταίνω].

Greek Monotonic

ἀκταίνω: μόνο σε ενεστ., σηκώνω, υψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, στέκομαι όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο ἀκταινόω, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκταίνω: ἐγείρω, ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, ἐγείρω ἐμαυτὸν οὕτως ὥστε νὰ ἵσταμαι ὄρθιος, ἵσταμαι ὄρθιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ ὑπεράνω τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς διόρθωσιςλέξις βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον ἀκταινόω, ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. ὅταν ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ ἀκταίνω φησὶ βαρυτόνως, οἷον οὐκέτ’ ὀρθοῦν δύναμαι ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. ἀκτάζω ΙΙ, ἀπακταίνω, ὑπερικταίνομαι.

Frisk Etymology German

ἀκταίνω: (A. Eu. 36, στάσιν od. βάσιν; Trag. Adesp. 147, μένος),
{aktaínō}
Forms: Aor. ἀκταινῶσαι (Anakr., Pl., vgl. Immisch Phil. Woch. 48, 908), ὑποακταίνοντο· ἔτρεμον H. als v.l. in ψ 3 für ὑπερικταίνοντο (πόδες).
Grammar: v.
Meaning: aufrichten
Etymology: Trotz der Bedeutung wohl am besten zu ἄγω als Erweiterung von *ἀκτάω oder *ἄκτω (s. über diesen Bildungstypus Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70). Zu -αίνω vgl. besonders κρυσταίνω. Die von Boisacq herangezogenen τ-Bildungen ἀκολασταίνω: ἀκόλαστος, ἀλασταίνω: ἄλαστος sind als Ableitungen lebendiger Verbaladjektiva mit ἀκταίνω nicht vergleichbar.
Page 1,60