περιηγής: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιηγής -ές [περιάγω] [[rondom aanwezig zijnd]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-ηγής, ές [[περιηγέομαι]]<br />= [[περιαγής]] II: of the [[arms]], tied [[behind]] one, Anth. | |mdlsjtxt=περι-ηγής, ές [[περιηγέομαι]]<br />= [[περιαγής]] II: of the [[arms]], tied [[behind]] one, Anth. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[neighbouring]]=== | |||
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: [[naburig]], [[naburige]], [[aanpalend]], [[aanpalende]], [[buur-]]; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: [[adjacent]], [[voisin]], [[avoisinant]]; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: [[benachbart]]; Greek: [[γειτονικός]], [[γειτνιάζων]]; Ancient Greek: [[ἀγχήρης]], [[ἀγχιγείτων]], [[ἀγχίγυος]], [[ἀγχίθυρος]], [[ἀγχίπορος]], [[ἀγχιτέρμων]], [[ἀγχόμορος]], [[ἄγχουρος]], [[ἀμφικτύων]], [[ἀστυγείτων]], [[γειτνιακός]], [[γείτνιος]], [[γειτόσυνος]], [[γείτων]], [[ἔποικος]], [[ξύνουρος]], [[ὅμαυλος]], [[ὅμορος]], [[ὅμουρος]], [[ὁμόχωρος]], [[πάροικος]], [[περιηγής]], [[περιοικίς]], [[περίοικος]], [[πλησίος]], [[πλησιόχωρος]], [[πρόσοικος]], [[πρόσχωρος]], [[συγγείτνιος]], [[συγγείτων]], [[σύγκληρος]], [[σύνορος]]; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: [[confinante]], [[contiguo]], [[vicino]], [[finitimo]], [[limitrofo]]; Latin: [[vicinalis]]; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: [[vizinho]], [[limítrofe]]; Romansch: vischin; Russian: [[соседний]], [[близлежащий]]; Spanish: [[vecino]], [[limítrofe]], [[contiguo]]; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik | |||
}} | }} |
Revision as of 18:39, 25 May 2023
English (LSJ)
ές, A lying in a circle, of the Cyclades lying round Delos, Call.Del.198; κωμῆται π. round about, neighbouring, Id.Fr.66b. 2 of the arms, tied behind one, APl.4.195 (Satyr.). 3 circular, κρίκοι Hp.Anat.1; λίμνη Call.Ap.59; ἀκτή, ἁψῖδες, A.R.1.559, 3.138; τόξον D.P.157; ζῶναι v.l. in Eratosth. Fr.16.3. 4 surrounding, μονίῃ π. γαίων circumambient solitude, Emp.27. 5 revolving, 'Ελίκη Q.S.2.105.
German (Pape)
[Seite 576] ές, wie περιφερής, im Kreise herumgeführt, zugerundet, rund, convex (vgl. περιαγής); Empedocl. 24, ex emend. Salmas.; τόξον, D. Per. 157; χεῖρες, Satyr. 4 (Plan. 195).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se développe autour, qui entoure;
2 en gén. rond, circulaire (anneau, lac, etc.).
Étymologie: ion. c. περιαγής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιηγής -ές [περιάγω] rondom aanwezig zijnd.
Russian (Dvoretsky)
περιηγής: досл. закругленный, замкнутый, перен. совершенный, законченный Emped.
Greek (Liddell-Scott)
περιηγής: -ές, (περιάγω, -ηγέομαι) ὡς τὸ περιφερής, ὁ κείμενος ὡς ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, ἐπὶ τῶν Κυκλάδων κειμένων πέριξ τῆς Δήλου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 198· πρβλ. τροχοειδής· ― ἐπὶ τῶν χειρῶν, εἰς τὰ ὀπίσω περιεστραμμένος, Ἀνθ. Πλαν. 195. 2) καθόλου, στρογγύλος, κυκλοτερής, κρίκος Ἱππ. 915· λίμνη Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 59· ἀκτή, ἁψὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 559, Γ. 138· τόξον Διον. Π. 157· ἴδε περιειλάς. 3) ἡ ἔννοια εἶναι ἀμφίβ. ἐν Ἐμπεδ. 168, μονίῃ περιηγέϊ γαίων ― ἢ: = ἐπὶ τῇ περιστρεφομένῃ ἀϊδιότητι (δηλ. ἐπὶ τῇ αἰωνίᾳ περιστροφῇ) ἢ ἐπὶ τελείᾳ ἀναπαύσει. ― Πρβλ. περιᾱγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» — τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.)
2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ.
β. «περιηγεῖς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ.
γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.)
3. εκείνος που περιβάλλει κάτι, που απλώνεται γύρω από κάτι («μονίῃ περιηγέϊ χαίρων» — ευχαριστημένος με την ερημιά που απλωνόταν γύρω του)
4. αυτός που ακολουθεί κυκλοτερή κίνηση («περιηγὴς Ἑλίκη», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ηγής (< ἡγοῦμαι)].
Greek Monotonic
περιηγής: -ές, = περιαγής II· λέγεται για τα χέρια, δεμένος από πίσω, σε Ανθ.
Middle Liddell
περι-ηγής, ές περιηγέομαι
= περιαγής II: of the arms, tied behind one, Anth.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik