εὐμαθής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmathis | |Transliteration C=evmathis | ||
|Beta Code=eu)maqh/s | |Beta Code=eu)maqh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐμαθές, ([[μαθεῖν]])<br><span class="bld">A</span> [[ready at learning]] or [[quick at learning]], opp. [[δυσμαθής]], Pl. ''R.''486c, al.; τινος Id.''Ep.''344a; πρός τι D.24.17 (Comp.). Adv. [[εὐμαθῶς]] = [[with a ready mind]], [[παρακολουθεῖν]] Aeschin.1.116: Comp. εὐμαθέστερον Pl.''Lg.''723a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easy to learn]] or [[easy to know]], [[intelligible]], A.''Eu.''442, Arist.''Rh.''1409b4; <b class="b3">εὐμαθὲς φώνημα</b> [[well-known]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''15; <b class="b3">εὔγνωστα καὶ εὐμαθή</b> X.''Oec.''20.14, cf. S.''Tr.''614: Comp., [[διήγησις]] Plb.14.12.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐμαθές, (μαθεῖν)
A ready at learning or quick at learning, opp. δυσμαθής, Pl. R.486c, al.; τινος Id.Ep.344a; πρός τι D.24.17 (Comp.). Adv. εὐμαθῶς = with a ready mind, παρακολουθεῖν Aeschin.1.116: Comp. εὐμαθέστερον Pl.Lg.723a.
II Pass., easy to learn or easy to know, intelligible, A.Eu.442, Arist.Rh.1409b4; εὐμαθὲς φώνημα well-known, S.Aj.15; εὔγνωστα καὶ εὐμαθή X.Oec.20.14, cf. S.Tr.614: Comp., διήγησις Plb.14.12.5.
German (Pape)
[Seite 1079] ές, 1) leicht lernend, auffassend, begreifend, Gegensatz δυσμαθής, Plat. Rep. VI, 486 c, oft mit μνήμων verbunden, wie VI, 503 c; τινός, Epist. VII, 344 a; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαθέστεροι γενήσεσθε, ihr werdet das Uebrige leichter verstehen, Dem. 24, 17; Sp. – Adv., εὐμαθῶς παρακολουθεῖν, d. i. willig, Aesch. 1, 116; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαθέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen, Plat. Legg. IV, 723 a. – 2) leicht zu lernen, verständlich, τούτοις ἀμείβου πᾶσιν εὐμαθές τί μοι Aesch. Eum. 442; φώνημα Soph. Ai. 15, wie σῆμα Tr. 612; εὐμαθεῖς γίγνονται οἱ λόγοι Aesch. 1, 8; εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ πάντα παρέχειν Xen. Oec. 20, 14; τάδε σοι εὐμαθέστερα ὄντα Mem. 1, 2, 35; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à apprendre ou à comprendre ou à reconnaître;
2 qui apprend facilement.
Étymologie: εὖ, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰθής:
1 способный к учению, легко воспринимающий, хорошо усваивающий, понятливый Plat., Dem., Arst.;
2 легкий для понимания, легко усваиваемый (εὔγνωστος καὶ εὐ. Xen.; εὐ. καὶ εὐμνημόνευτος Arst.);
3 легко узнаваемый, хорошо знакомый (φώνημα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰθής: -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ ταχέως μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ δυσμαθής, Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· πρός τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς φώνημα, εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ κεῖνος εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, ἔνθα αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις εἶναι κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. αμαθής, πολυμαθής].
Greek Monotonic
εὐμᾰθής: -ές (μανθάνω),
I. πρόθυμος ή γρήγορος στη μάθηση, Λατ. docilis, σε Πλάτ., Δημ.· επίρρ. -θῶς, σε Αισχίν.
II. Παθ., αυτός που μαθαίνει εύκολα, εύληπτος, ευνόητος, σε Αισχύλ.· πασίγνωστος, πασιφανής, ευδιάγνωστος, ευκρινής, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐ-μᾰθής, ές μανθάνω
I. ready or quick at learning, Lat. docilis, Plat., Dem.:—adv. -θῶς, Aeschin.
II. pass. easy to learn or discern, intelligible, Aesch.: well-known, Soph.
English (Woodhouse)
docile, familiar, intelligible, well-known, easy to understand, quick at learning, quick in intelligence