ἐρισθενής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eristhenis
|Transliteration C=eristhenis
|Beta Code=e)risqenh/s
|Beta Code=e)risqenh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[very mighty]], epith. of Zeus, <span class="bibl">Il.13.54</span>, <span class="bibl">Od.8.289</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>4</span>, etc.; also of Poseidon, Id.<span class="title">Cat.Oxy.</span>1358 <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>2.27</span> ; of men, <span class="bibl">A.R.1.41</span>, etc.; of the Furies, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>69.7</span> ; ἐ. ἕρμα πόληος <span class="title">Epigr.Gr.</span>452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα <span class="title">AP</span>9.808.6 (Cyrus).</span>
|Definition=ἐρισθενές, [[very mighty]], [[epithet]] of [[Zeus]], Il.13.54, Od.8.289, Hes. ''Th.''4, etc.; also of Poseidon, Id.''Cat.Oxy.''1358 ''Fr.''2.27; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.''H.''69.7; ἐ. ἕρμα πόληος ''Epigr.Gr.''452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα ''AP''9.808.6 (Cyrus).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1030.png Seite 1030]] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν [[γενεά]] Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1030.png Seite 1030]] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν [[γενεά]] Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[très fort]], [[très puissant]].<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[σθένος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρισθενής:'''<br /><b class="num">1</b> [[могущественный]], [[могучий]] ([[Ζεύς]] Hes., Hom.; Ἀλκμανιδᾶν [[γενεά]] Pind. - [[varia lectio|v.l.]] [[εὐρυσθενής]]);<br /><b class="num">2</b> [[мощный]], [[крепкий]] ([[θέμεθλα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρισθενής''': -ές, [[μεγαλοσθενής]], [[μεγαλοδύναμος]], ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν [[αὐτόθι]] 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.
|lstext='''ἐρισθενής''': -ές, [[μεγαλοσθενής]], [[μεγαλοδύναμος]], ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν [[αὐτόθι]] 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très fort, très puissant.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[σθένος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=έος ([[σθένος]]): [[most]] [[mighty]], [[all]]-[[powerful]], epith. of [[Zeus]], Il. 19.355, Od. 8.289.
|auten=έος ([[σθένος]]): [[most]] [[mighty]], [[all]]-[[powerful]], [[epithet]] of [[Zeus]], Il. 19.355, Od. 8.289.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρισθενής:''' -ές, [[πανίσχυρος]], [[παντοδύναμος]], [[μεγαλοδύναμος]], λέγεται για τον [[Δία]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για τις Μαινάδες, σε Ορφ.
|lsmtext='''ἐρισθενής:''' -ές, [[πανίσχυρος]], [[παντοδύναμος]], [[μεγαλοδύναμος]], λέγεται για τον [[Δία]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για τις Μαινάδες, σε Ορφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρισθενής:'''<br /><b class="num">1)</b> могущественный, могучий ([[Ζεύς]] Hes., Hom.; Ἀλκμανιδᾶν [[γενεά]] Pind. - v. l. [[εὐρυσθενής]]);<br /><b class="num">2)</b> мощный, крепкий ([[θέμεθλα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]][[σθενής]], ές<br />[[very]] [[mighty]], of [[Zeus]], Hom., Hes.: of the Furies, Orph.
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]][[σθενής]], ές<br />[[very]] [[mighty]], of [[Zeus]], Hom., Hes.: of the Furies, Orph.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισθενής Medium diacritics: ἐρισθενής Low diacritics: ερισθενής Capitals: ΕΡΙΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eristhenḗs Transliteration B: eristhenēs Transliteration C: eristhenis Beta Code: e)risqenh/s

English (LSJ)

ἐρισθενές, very mighty, epithet of Zeus, Il.13.54, Od.8.289, Hes. Th.4, etc.; also of Poseidon, Id.Cat.Oxy.1358 Fr.2.27; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.H.69.7; ἐ. ἕρμα πόληος Epigr.Gr.452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα AP9.808.6 (Cyrus).

German (Pape)

[Seite 1030] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ἐρι-, σθένος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρισθενής:
1 могущественный, могучий (Ζεύς Hes., Hom.; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. - v.l. εὐρυσθενής);
2 мощный, крепкий (θέμεθλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρισθενής: -ές, μεγαλοσθενής, μεγαλοδύναμος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν αὐτόθι 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.

English (Autenrieth)

έος (σθένος): most mighty, all-powerful, epithet of Zeus, Il. 19.355, Od. 8.289.

Greek Monolingual

ἐρισθενής, -ές (Α)
(για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμοςΔιός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» — καυχιέται ότι είναι γιος του μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.)
επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα.
επίρρ...
ἐρισθενέως
πολύ ισχυρά, με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σθενής (< σθένος)].

Greek Monotonic

ἐρισθενής: -ές, πανίσχυρος, παντοδύναμος, μεγαλοδύναμος, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για τις Μαινάδες, σε Ορφ.

Middle Liddell

ἐρι-σθενής, ές
very mighty, of Zeus, Hom., Hes.: of the Furies, Orph.