ἐνώπια: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(1ab) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enopia | |Transliteration C=enopia | ||
|Beta Code=e)nw/pia | |Beta Code=e)nw/pia | ||
|Definition=τά, | |Definition=τά, perhaps[[face]] of a wall, ἐ. παμφανόωντα Il.8.435, Od.22.121, al.; perhaps [[facade]], A.''Supp.''146(lyr.): later in sg., ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν ''SIG''2588.245 (Delos, ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. [[προνώπια]]) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν [[ἕνεκα]] τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. [[προνώπια]]) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν [[ἕνεκα]] τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνώπια:''' τά [ὤψ]<br /><b class="num">1</b> [[внутренний фасад дома]] (ἐ. παμφανόωντα Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[вид]], [[наружность]], [[лицо]] (σέμν᾽ ἐ. ἔχειν Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ὤψ, cf. ‘façade’): the sidewalls of the [[vestibule]], | |auten=(ὤψ, cf. ‘façade’): the sidewalls of the [[vestibule]], [[epithet]] παμφανόωντα, [[perhaps]] [[because]] [[painted]] [[white]]. See [[plate]] III. A and B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνώπια:''' τά, ο [[διπλανός]] [[τοίχος]] από εκείνον που πρωτοαντικρίζουμε όταν εισερχόμαστε σε ένα [[κτίριο]] ή [[αλλιώς]] οι πλευρικοί τοίχοι της εισόδου, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἐνώπια:''' τά, ο [[διπλανός]] [[τοίχος]] από εκείνον που πρωτοαντικρίζουμε όταν εισερχόμαστε σε ένα [[κτίριο]] ή [[αλλιώς]] οι πλευρικοί τοίχοι της εισόδου, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐνώπια]], τά, <i>n</i><br />the [[inner]] [[wall]] [[fronting]] those who [[enter]] a [[building]] or the [[side]]-walls of the [[entrance]], Hom. [from [[ἐνώπιος]] | |mdlsjtxt=[[ἐνώπια]], τά, <i>n</i><br />the [[inner]] [[wall]] [[fronting]] those who [[enter]] a [[building]] or the [[side]]-walls of the [[entrance]], Hom. [from [[ἐνώπιος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
τά, perhapsface of a wall, ἐ. παμφανόωντα Il.8.435, Od.22.121, al.; perhaps facade, A.Supp.146(lyr.): later in sg., ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν SIG2588.245 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 861] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. προνώπια) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν ἕνεκα τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.
Russian (Dvoretsky)
ἐνώπια: τά [ὤψ]
1 внутренний фасад дома (ἐ. παμφανόωντα Hom.);
2 вид, наружность, лицо (σέμν᾽ ἐ. ἔχειν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνώπια: τά, ὁ ἐσωτερικὸς τοῖχος ὁ κείμενος ἀπέναντι τῶν εἰσερχομένων εἴς τι οἰκοδόμημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ προνώπια, τὰ βλέποντα εἰς τὴν ὁδόν, Ὁμ. (ἂν καὶ ἄλλοι ἐκλαμβάνουσι τὰ ἐνώπια ὡς σημαίνοντα τοὺς ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου τοίχους, ἴδε Εὐστ. 722. 3)· πρὸς τὸν τοῖχον τοῦτον ἔκλινον τὰ ἅρματα, ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, «πρὸς τοὺς ἐξ ἐναντίας τῶν εἰσόδων τοίχους» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 435, Ὀδ. Δ. 42· ὡσαύτως ἐναπέθετον καὶ τὰ ἐκ τῶν πολεμίων σκυλευθέντα ὅπλα, Ἰλ. Ν. 261, πρβλ. Ὀδ. Χ. 121· παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε παμφανόωντα, διότι ἦσαν λεῖα καὶ τὸ φῶς ἀντανεκλᾶτο ἐπ᾿ αὐτῶν: ‒ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 145, ἐνώπια φαίνεται ὅτι εἶναι οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.
English (Autenrieth)
(ὤψ, cf. ‘façade’): the sidewalls of the vestibule, epithet παμφανόωντα, perhaps because painted white. See plate III. A and B.
Greek Monolingual
ἐνώπια, τα (Α)
1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τον συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.)
2. γενικώς οι τοίχοι του οικοδομήματος
3. πιθ. πρόσοψη
4. (επιγρ. και στον ενικό) «ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν» επιγρ..
Greek Monotonic
ἐνώπια: τά, ο διπλανός τοίχος από εκείνον που πρωτοαντικρίζουμε όταν εισερχόμαστε σε ένα κτίριο ή αλλιώς οι πλευρικοί τοίχοι της εισόδου, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἐνώπια, τά, n
the inner wall fronting those who enter a building or the side-walls of the entrance, Hom. [from ἐνώπιος