ἀναύδητος: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αὐδάω]]<br /><b class="num">I.</b> not to be [[spoken]], [[unutterable]], [[ineffable]], Lat. [[infandus]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[unspoken]], [[impossible]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[speechless]], Soph. | |mdlsjtxt=[[αὐδάω]]<br /><b class="num">I.</b> not to be [[spoken]], [[unutterable]], [[ineffable]], Lat. [[infandus]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[unspoken]], [[impossible]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[speechless]], Soph. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[ineffable]]=== | |||
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]], [[που δεν λέγεται]], [[που δεν τον πιάνω στο στόμα μου]]; Ancient Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος]]; Latin: [[ineffabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: [[inefável]], [[indescritível]]; Romanian: inefabil; Russian: [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Spanish: [[inefable]]; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol | |||
===[[unspeakable]]=== | |||
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[indicible]]; German: [[unsäglich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[ακατανόμαστος]], [[απερίγραπτος]], [[άφατος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθευτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀναύδητος]], [[ἄναυδος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀπόφθεγκτος]], [[ἀπρεπής]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσπετος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἄφραστος]], [[ἀφώνητος]], [[ἄφωνος]], [[θεσπέσιος]], [[οὔ τι φατειός]], [[οὐ φατός]], [[ὑπέρφατος]], [[ὑπερφυής]]; Italian: [[indicibile]]; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: [[непередаваемый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Telugu: చెప్పరాని | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 January 2024
English (LSJ)
Dor. ἀναύδατος, ον,
A not to be spoken, unutterable: hence, horrible, ἀναυδάτῳ μένει A.Th.897 (lyr.); ἄφατον ἀναύδητον λόγον E.Ion783.
2 unspoken, impossible, οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Aj.715 (lyr.).
II speechless, Id.Tr.968 (cj.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀναύδᾱτος S.Tr.968
1 indecible μένος A.Th.897, λόγος E.Io 783.
2 imposible κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Ai.714.
3 callado, que no habla ὅδ' ἀναύδατος φέρεται S.Tr.968.
German (Pape)
[Seite 212] 1) unaussprechlich, Aesch. μένος Spt. 879; λόγος Eur. Ion. 782; unerhört, unerwartet, Soph. Ai. 702, neben ἀνέλπιστος. – 2) sprachlos, stumm, Soph. Tr. 968; Archi. 28 (VII, 191).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 indicible, qu'on ne peut ou qu'on n'ose exprimer;
2 qui ne peut être annoncé ; qui ne peut se réaliser, impossible;
II. qui ne parle pas, muet.
Étymologie: ἀ, αὐδάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναύδητος: дор. ἀναύδᾱτος 2
1 невыразимый (μένος Aesch.; λόγος Eur.);
2 онемевший, безмолвный Soph., Anth.;
3 неслыханный, невозможный: οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ᾽ ἄν Soph. (после того, что случилось), я ничего не назову невозможным.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, ἀνέκφραστος, Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, ὅστις δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) ἀνήκουστος, ἀπροσδόκητος, «ἀνέλπιστος» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, αἰαῖ, ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. ἄναυδος).
Greek Monolingual
ἀναύδητος, -ον (Α) αυδώ
1. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί
2. άφωνος, άλαλος
3. ανήκουστος, ανέλπιστος, απροσδόκητος.
Greek Monotonic
ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον (αὐδάω),
I. 1. αυτός που δεν προφέρεται, άρρητος, ανείπωτος, ανέκφραστος, Λατ. infondus, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ανήκουστος, αδύνατος, ακατόρθωτος, σε Σοφ.
II. άφωνος, άλαλος στον ίδ.
Middle Liddell
αὐδάω
I. not to be spoken, unutterable, ineffable, Lat. infandus, Aesch., Eur.
2. unspoken, impossible, Soph.
II. speechless, Soph.
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని