ἐπιπολή: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(13_6a)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epipoli
|Transliteration C=epipoli
|Beta Code=e)pipolh/
|Beta Code=e)pipolh/
|Definition=ἡ<b class="b3">, ἐπιτέλλω</b> (B)) pl. <b class="b3">Ἐπιπολαί</b>, αἱ, the <span class="title">Rise</span>, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex (Euryalus), <span class="bibl">Th.6.96</span>, etc. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. sg., <b class="b2">surface</b>, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.7</span>, Gal.2.626. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. elsewh. only in gen., <b class="b3">ἐπιπολῆς</b>, as Adv., <b class="b2">on the top</b>, <span class="bibl">Hdt.2.62</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>747a5</span>, etc.; κάτω μὲν καὶ ἐ .... ἐν μέσῳ δέ . . <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>3.1.7</span>; λίαν ἐ. πεφυτευμένα <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>19.4</span>; <b class="b3">ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος</b> <b class="b3">ἔχοντα</b> <b class="b2">uppermost</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>77</span>; τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>47c</span>, cf. <span class="bibl">46e</span>; of arguments, <b class="b3">ἐ. εἶναι</b> to be <b class="b2">superficial</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1400b31</span>; but <b class="b3">τὰ παντελῶς ἐ</b>. quite <b class="b2">simple</b> tasks, <span class="bibl">D.61.37</span>; πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>622b25</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1376b14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. as Prep., c. gen., <b class="b2">on the top of</b>, <b class="b2">above</b>, τῶν πυλέων <span class="bibl">Hdt.1.187</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1108</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>1207</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span>. with other Preps., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων <span class="bibl">Hdt.4.201</span>; ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι <span class="bibl">D.S.5.38</span>; <b class="b3">οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο</b> made a <b class="b2">deep</b> impression, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>35</span>, etc. (condemned by <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.67</span> B., <span class="bibl">Luc. <span class="title">Sol.</span>5</span>); δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc. ap. <span class="bibl">Ath.9.398a</span>; so <b class="b3">ἐν ἐπιπολῇ</b>, = [[ἐπιπολῆς]], <span class="bibl">Str.12.7.3</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[ἐπιτέλλω]] (B)) pl. [[Ἐπιπολαί]], αἱ, the ''Rise'', a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex (Euryalus), Th.6.96, etc.<br><span class="bld">2</span>. sg., [[surface]], Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.''SD''2.7, Gal.2.626.<br><span class="bld">II</span>. elsewhere only in gen., [[ἐπιπολῆς]], as adverb, [[on the top]], [[Herodotus|Hdt.]]2.62, Arist.''GA''747a5, etc.; κάτω μὲν καὶ ἐ.... ἐν μέσῳ δέ.. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.1.7; λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.''Oec.''19.4; <b class="b3">ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος</b> [[ἔχοντα]] [[uppermost]], Hp.''Art.''77; τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.''Phlb.''47c, cf. 46e; of arguments, <b class="b3">ἐ. εἶναι</b> to be [[superficial]], Arist.''Rh.''1400b31; but <b class="b3">τὰ παντελῶς ἐ.</b> quite [[simple]] tasks, D.61.37; πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''622b25, cf. ''Rh.''1376b14.<br><span class="bld">2</span>. as [[preposition]], c. gen., [[on the top of]], [[above]], τῶν πυλέων [[Herodotus|Hdt.]]1.187, cf. Ar.''Ec.''1108, ''Pl.''1207.<br><span class="bld">3</span>. with other Preps., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων [[Herodotus|Hdt.]]4.201; ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.38; <b class="b3">οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο</b> made a [[deep]] [[impression]], Luc.''Nigr.''35, etc. (condemned by Phryn.''PS''p.67 B., Luc. ''Sol.''5); δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc. ap. Ath.9.398a; so <b class="b3">ἐν ἐπιπολῇ</b>, = [[ἐπιπολῆς]], Str.12.7.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0972.png Seite 972]] ἡ, die Oberfläche, erst Sp., wie Strab. τὸ ἐν ἐπιπολῇ XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. p. 126 ff. – Sonst nur im gen. ἐπιπολῆς, adverbial, auf der Oberfläche, obenauf, Her. 2, 62; Xen. Oec. 19, 4 u. öfter; τὸ ἐπιπολῆς, Plat. Phil. 46 d; τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασθέντων 47 c; Folgde; – c. gen., oberhalb, Her. 1, 187; Thuc. 6, 96 (auch [[καθύπερθε]] ἐπ. ξύλων 4, 201); Ar. Plut. 1207. – Auch ἐξ ἐπιπολῆς, Arist. probl. 1, 43; Luc. Nigr. 35 u. a. Sp. – Deutlich, offenbar, [[ἰδεῖν]] Arist. H. A. 9, 38 rhet. 1, 25; διὰ μὲν ἀργίας καὶ τὰ παντελῶς ἐπιπολῆς δυσχείρωτά ἐστι Dem. 61, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0972.png Seite 972]] ἡ, die Oberfläche, erst Sp., wie Strab. τὸ ἐν ἐπιπολῇ XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. p. 126 ff. – Sonst nur im gen. ἐπιπολῆς, adverbial, auf der Oberfläche, obenauf, Her. 2, 62; Xen. Oec. 19, 4 u. öfter; τὸ ἐπιπολῆς, Plat. Phil. 46 d; τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασθέντων 47 c; Folgde; – c. gen., oberhalb, Her. 1, 187; Thuc. 6, 96 (auch [[καθύπερθε]] ἐπ. ξύλων 4, 201); Ar. Plut. 1207. – Auch ἐξ ἐπιπολῆς, Arist. probl. 1, 43; Luc. Nigr. 35 u. a. Sp. – Deutlich, offenbar, [[ἰδεῖν]] Arist. H. A. 9, 38 rhet. 1, 25; διὰ μὲν ἀργίας καὶ τὰ παντελῶς ἐπιπολῆς δυσχείρωτά ἐστι Dem. 61, 37.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />surface ; <i>gén. adv.</i> • ἐπιπολῆς à la surface ; [[κατύπερθε]] ἐπιπολῆς gén. HDT en haut, à la surface de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πέλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπολή:''' ἡ поздн. поверхность (ср. [[ἐπιπολῆς]]).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιπολή''': ἡ, ([[ἐπιπέλομαι]]) [[ἐπιφάνεια]], Ἀριστ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 7, Γαλην., κλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 126 κἑξ. ΙΙ. δόκιμοι συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τὴν λέξιν μόνον κατὰ γεν., ἐπιπολῆς, ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, εἰς τὸ ἄνω [[μέρος]], ἐπιπολῆς δὲ ἔπεστι αὐτὸ τὸ [[ἐλλύχνιον]] Ἡρόδ. 2. 62, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· [[κάτω]] μὲν καὶ ἐπιπολῆς..., ἐν μέσῳ δέ.., [[κάτω]] μὲν καὶ εἰς τὸ ἄνω [[μέρος]]... ἐν τῷ μέσῳ δέ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 1, 7· [[λίαν]] ἐπ. πεφυτευμένα ὁ αὐτ. Οἰκ. 19, 4· ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν [[σκέλος]] ἔχοντα, ἔχοντα τὸ παθὸν βλάβην [[σκέλος]] ἀνώτατα, ὑψηλότατα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837· τὸ ἐπ., ἡ [[ἐπιφάνεια]], τοῦ σώματος τὸ ἐπ. τε καὶ ἐντὸς Πλάτ. Φίληβ. 46 D, πρβλ. 47C. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., [[ἐπάνω]], [[ὑπεράνω]], ὑπέρ, τῶν πυλέων Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1108, Πλ. 1207, καὶ ἴδε [[κάτω]]· IV. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιπολῆς· ἀνωτάτω, ἐπιπλέον». 3) μετ’ ἄλλων προθ., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Ἡρόδ. 4. 201· ἐξ ἐπ. Διόδ. 5. 38, Λουκ. Νιγρ. 35, κλ. (ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17, ὁ Βεκκ. παραλείπει τὴν πρόθεσιν ἐξ, πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Προβλ. 1. 43)· δι’ ἐπ. Σέλευκ. Παρ’ Ἀθην. 598Α· [[οὕτως]], ἐπιπολῇ = ἐπιπολῆς, Στράβων 570. ΙΙΙ. σαφῶς, φανερῶς, πᾶσίν ἐστιν ἐπιπολῆς [[ἰδεῖν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. IV. Ἐπιπολαί, [[χωρίον]] ὑπερκείμενον τῶν Συρακουσῶν, κατωφερὲς μὲν πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀπόκρημνον δὲ [[ἑκατέρωθεν]], καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου [[εἶναι]] Ἐπιπολαὶ Θουκ. 6. 96.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιπολή]])<br /><b>1.</b> η [[επιφάνεια]], το [[πάνω]] [[μέρος]] ενός πράγματος, [[απανωσιά]]<br /><b>2.</b> (γεν. ως επίρρ.) <i>επιπολής</i><br />επιφανειακά, στην [[επιφάνεια]], [[πάνω]] [[πάνω]]<br />(α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος», Παπαδιαμ.<br />β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> «ἐξ ἐπιπολῆς» ή «κατ’ ἐπιπολήν» — επιπόλαια, επιφανειακά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χωριστά]] πράγματα) η [[τοποθέτηση]] του ενός [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (η γεν. ως επίρρ.) <i>ἐπιπολῆς</i><br />α) [[προς]] τα [[πάνω]], [[ψηλά]] («ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν [[σκέλος]] ἔχοντα», Ιπποκρ.)<br />β) [[υπεράνω]] («ἐπιπολῆς τοῦ σήματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με ουδ. [[άρθρο]] εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ</i>, <i>τὰ ἐπιπολῆς</i><br />[[προς]] την [[επιφάνεια]], η [[επιφάνεια]] («τοῦ σώματος τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ τὰ [[ἐντός]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[επιπολή]] προήλθε υποχωρητικώς από γεν. <i>επιπολής</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>επί πολής</i>), η οποία απαντά στην Αρχαία ως [[επίρρημα]] «επιφανειακά, [[πάνω]] [[πάνω]]». Το β’ συνθετικό της λέξεως συνδέθηκε με τα [[πέλομαι]] «κινούμαι, κατευθύνομαι», [[πόλος]], που ανάγονται σε ΙE <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], κινούμαι, [[ολόγυρα]]» ([[πρβλ]]. <i>έπιπλα</i>). Η υποτεθείσα [[σχέση]] με τις λ. [[παλάμη]], σουηδ. <i>fala</i> «[[πεδιάδα]] ([[χωρίς]] δέντρα)», αρχ. σλαβ. <i>polje</i> «[[αγρός]], [[χωράφι]]» παραμένει αβέβαιη. Αξιοσημείωτο παράγωγο της λ. [[είναι]] το επίθ. [[επιπόλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[επιπολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>), το οποίο από την αρχαία σημ. «αυτός που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]], ο [[φανερός]]» μετέπεσε στη γνωστή νεοελλ. σημ. «[[επιφανειακός]] στις κρίσεις του, [[άστατος]], [[απερίσκεπτος]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπολή:''' ἡ ([[ἐπιπέλομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιφάνεια]], [[κυρίως]] σε γεν. <i>ἐπιπολῆς</i>, ως επίρρ., στην [[επιφάνεια]], στο [[επάνω]] [[μέρος]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐπιπολῆς</i> επίσης ως πρόθ. με γεν., [[επάνω]], στο [[επάνω]] [[μέρος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Ἐπιπολαί</i>, <i>αἱ</i>, ύψωμα κοντά στις [[Συρακούσες]] με επίπεδη [[επιφάνεια]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιπολή]], ἡ, [[ἐπιπέλομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[surface]]: [[mostly]] in gen. ἐπιπολῆς as adv. on the [[surface]], a-top, Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἐπιπολῆς also as prep. c. gen. on the top of, [[above]], Hdt., Ar.<br /><b class="num">II.</b> Ἐπιπολαί, αἱ, an [[eminence]] near [[Syracuse]], with a [[flat]] [[surface]], Thuc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐπιφάνεια]]). Ἀπό τό [[ἐπί]] + [[πέλομαι]] (=[[πλησιάζω]]). Δές γιά παράγωγα τοῦ [[ἐπιπολή]] στό [[ρῆμα]] [[ἐπιπολάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολή Medium diacritics: ἐπιπολή Low diacritics: επιπολή Capitals: ΕΠΙΠΟΛΗ
Transliteration A: epipolḗ Transliteration B: epipolē Transliteration C: epipoli Beta Code: e)pipolh/

English (LSJ)

ἡ, ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex (Euryalus), Th.6.96, etc.
2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.
II. elsewhere only in gen., ἐπιπολῆς, as adverb, on the top, Hdt.2.62, Arist.GA747a5, etc.; κάτω μὲν καὶ ἐ.... ἐν μέσῳ δέ.. X.Mem.3.1.7; λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77; τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb.47c, cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh.1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37; πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist.HA622b25, cf. Rh.1376b14.
2. as preposition, c. gen., on the top of, above, τῶν πυλέων Hdt.1.187, cf. Ar.Ec.1108, Pl.1207.
3. with other Preps., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201; ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5); δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc. ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.

German (Pape)

[Seite 972] ἡ, die Oberfläche, erst Sp., wie Strab. τὸ ἐν ἐπιπολῇ XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. p. 126 ff. – Sonst nur im gen. ἐπιπολῆς, adverbial, auf der Oberfläche, obenauf, Her. 2, 62; Xen. Oec. 19, 4 u. öfter; τὸ ἐπιπολῆς, Plat. Phil. 46 d; τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασθέντων 47 c; Folgde; – c. gen., oberhalb, Her. 1, 187; Thuc. 6, 96 (auch καθύπερθε ἐπ. ξύλων 4, 201); Ar. Plut. 1207. – Auch ἐξ ἐπιπολῆς, Arist. probl. 1, 43; Luc. Nigr. 35 u. a. Sp. – Deutlich, offenbar, ἰδεῖν Arist. H. A. 9, 38 rhet. 1, 25; διὰ μὲν ἀργίας καὶ τὰ παντελῶς ἐπιπολῆς δυσχείρωτά ἐστι Dem. 61, 37.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
surface ; gén. adv. • ἐπιπολῆς à la surface ; κατύπερθε ἐπιπολῆς gén. HDT en haut, à la surface de, etc.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπολή: ἡ поздн. поверхность (ср. ἐπιπολῆς).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολή: ἡ, (ἐπιπέλομαι) ἐπιφάνεια, Ἀριστ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 7, Γαλην., κλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 126 κἑξ. ΙΙ. δόκιμοι συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τὴν λέξιν μόνον κατὰ γεν., ἐπιπολῆς, ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, εἰς τὸ ἄνω μέρος, ἐπιπολῆς δὲ ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον Ἡρόδ. 2. 62, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· κάτω μὲν καὶ ἐπιπολῆς..., ἐν μέσῳ δέ.., κάτω μὲν καὶ εἰς τὸ ἄνω μέρος... ἐν τῷ μέσῳ δέ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 1, 7· λίαν ἐπ. πεφυτευμένα ὁ αὐτ. Οἰκ. 19, 4· ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα, ἔχοντα τὸ παθὸν βλάβην σκέλος ἀνώτατα, ὑψηλότατα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837· τὸ ἐπ., ἡ ἐπιφάνεια, τοῦ σώματος τὸ ἐπ. τε καὶ ἐντὸς Πλάτ. Φίληβ. 46 D, πρβλ. 47C. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἐπάνω, ὑπεράνω, ὑπέρ, τῶν πυλέων Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1108, Πλ. 1207, καὶ ἴδε κάτω· IV. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιπολῆς· ἀνωτάτω, ἐπιπλέον». 3) μετ’ ἄλλων προθ., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Ἡρόδ. 4. 201· ἐξ ἐπ. Διόδ. 5. 38, Λουκ. Νιγρ. 35, κλ. (ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17, ὁ Βεκκ. παραλείπει τὴν πρόθεσιν ἐξ, πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Προβλ. 1. 43)· δι’ ἐπ. Σέλευκ. Παρ’ Ἀθην. 598Α· οὕτως, ἐπιπολῇ = ἐπιπολῆς, Στράβων 570. ΙΙΙ. σαφῶς, φανερῶς, πᾶσίν ἐστιν ἐπιπολῆς ἰδεῖν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. IV. Ἐπιπολαί, χωρίον ὑπερκείμενον τῶν Συρακουσῶν, κατωφερὲς μὲν πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀπόκρημνον δὲ ἑκατέρωθεν, καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαὶ Θουκ. 6. 96.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιπολή)
1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά
2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής
επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω
(α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος», Παπαδιαμ.
β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.)
3. «ἐξ ἐπιπολῆς» ή «κατ’ ἐπιπολήν» — επιπόλαια, επιφανειακά
αρχ.
1. (για χωριστά πράγματα) η τοποθέτηση του ενός πάνω στο άλλο
2. (η γεν. ως επίρρ.) ἐπιπολῆς
α) προς τα πάνω, ψηλά («ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα», Ιπποκρ.)
β) υπεράνω («ἐπιπολῆς τοῦ σήματος», Αριστοφ.)
3. (με ουδ. άρθρο εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ, τὰ ἐπιπολῆς
προς την επιφάνεια, η επιφάνεια («τοῦ σώματος τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ τὰ ἐντός», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. επιπολή προήλθε υποχωρητικώς από γεν. επιπολής (πιθ. < επί πολής), η οποία απαντά στην Αρχαία ως επίρρημα «επιφανειακά, πάνω πάνω». Το β’ συνθετικό της λέξεως συνδέθηκε με τα πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι», πόλος, που ανάγονται σε ΙE kwel- «στρέφω, γυρίζω, κινούμαι, ολόγυρα» (πρβλ. έπιπλα). Η υποτεθείσα σχέση με τις λ. παλάμη, σουηδ. fala «πεδιάδα (χωρίς δέντρα)», αρχ. σλαβ. polje «αγρός, χωράφι» παραμένει αβέβαιη. Αξιοσημείωτο παράγωγο της λ. είναι το επίθ. επιπόλαιος (< επιπολή + -ιος), το οποίο από την αρχαία σημ. «αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια, ο φανερός» μετέπεσε στη γνωστή νεοελλ. σημ. «επιφανειακός στις κρίσεις του, άστατος, απερίσκεπτος».

Greek Monotonic

ἐπιπολή: ἡ (ἐπιπέλομαι
I. 1. επιφάνεια, κυρίως σε γεν. ἐπιπολῆς, ως επίρρ., στην επιφάνεια, στο επάνω μέρος, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ἐπιπολῆς επίσης ως πρόθ. με γεν., επάνω, στο επάνω μέρος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. Ἐπιπολαί, αἱ, ύψωμα κοντά στις Συρακούσες με επίπεδη επιφάνεια, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπιπολή, ἡ, ἐπιπέλομαι
I. a surface: mostly in gen. ἐπιπολῆς as adv. on the surface, a-top, Hdt., Xen.
2. ἐπιπολῆς also as prep. c. gen. on the top of, above, Hdt., Ar.
II. Ἐπιπολαί, αἱ, an eminence near Syracuse, with a flat surface, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιφάνεια). Ἀπό τό ἐπί + πέλομαι (=πλησιάζω). Δές γιά παράγωγα τοῦ ἐπιπολή στό ρῆμα ἐπιπολάζω.