ἐπικράτεια: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (1 revision imported) |
||
(14 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikrateia | |Transliteration C=epikrateia | ||
|Beta Code=e)pikra/teia | |Beta Code=e)pikra/teia | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[mastery]], <b class="b3">σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν</b> ib.''4 Ma.''1.31; [[possession]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.4.28; [[rule]], Plb. 12.25.3, etc.; [[victory]], [[superiority]], Id.2.1.3.<br><span class="bld">2</span>. [[predominance]], in heredity, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.7.6; <b class="b3">διάφορος τῶν χυμῶν</b> [[ἐ]]. S.E.''P.''1.80; <b class="b3">τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα</b> named [[from its]] [[dominant element]], opp. <b class="b3">εἰλικρινὲς αἷμα</b>, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; <b class="b3">παρὰ τὰς ἐ.</b> ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.9.9: Gramm., [[prevalence]], [[authority]], A.D. ''Synt.''256.26, al.; numerical [[superiority]], ib.326.14.<br><span class="bld">3</span>. [[prevailing]] [[opinion]], <b class="b3">ἐν τοῖς συμβαίνουσιν.. κατὰ τὴν ἐ… στροβοῦνται</b> Polystr.p.22 W.; αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.''Nat.'' 1431.8.<br><span class="bld">II</span>. of a country, [[realm]], [[dominion]], ἄπιμεν.. ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.''An.''7.6.42, cf. ''Hier.''6.13; <b class="b3">ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου</b> within [[the country subject to]] the place, Id.''An.''6.4.4; <b class="b3">ἡ Καρχηδονίων ἐ.</b> Pl.''Ep.''349c; of a Roman [[province]], Ph. 2.518,583 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] ἡ, Übergewalt, Oberherrschaft, Gewalt; ἔξω τῆς τοῦ τυράννου ἐπικρατείας γίγνεσθαι Xen. Hier. 6, 13; öfter Pol.; Sieg, 2, 1, 3, D. Cass. 65, 18; – das Gebiet, εἰς τὴν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν φυγεῖν Plat. Ep. VII, 349 c; [[κρήνη]] ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. An. 6, 2, 4; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[empire]], [[souveraineté]];<br /><b>2</b> empire sur soi-même;<br /><b>3</b> [[pays soumis à une domination]], [[empire]], [[royaume]].<br />'''Étymologie:''' *ἐπικρατής. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικράτεια:''' (ρᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[господство]], [[владычество]], [[власть]], [[обладание]]: καταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. передать что-л. в чье-л. владение;<br /><b class="num">2</b> [[владения]], [[область]] (Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.): [[κρήνη]] ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. источник, текущий в этой области;<br /><b class="num">3</b> (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.: κατ᾽ ἐπικράτειαν Sext. в большей части. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικράτεια''': ἡ, (ἐπικρᾰτὴς) [[κυριότης]], [[κυριαρχία]], [[κατοχή]], Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28, Πολύβ. 12. 25, 3, κτλ.˙ [[ὑπεροχή]], [[νίκη]], τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείας Πολύβ. 2. 1, 3. 2) [[ἐπικράτησις]], Πλούτ. 2. 906C, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 80. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἡ οὖσα ὑπὸ τὸ [[κράτος]], τήν ἐξουσίαν τινός, ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας Ξεν. Ἀν. 7. 6, 42˙ [[κρήνη]] δὲ ἡδέος ὕδατος... ἐπ’ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ χωρίου, [[αὐτόθι]] 6. 4, 4˙ φθάνει... εἰς τὴν Καρχηδονίαν ἐπικράτειαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Ἐπιστ. 349C. - Ἐπὶ γλώσσης, [[χρῆσις]], Ἀπολλ. Δ. Σύντ. 326. 13, Ἀριστείδ. Κυντ. 44. | |lstext='''ἐπικράτεια''': ἡ, (ἐπικρᾰτὴς) [[κυριότης]], [[κυριαρχία]], [[κατοχή]], Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28, Πολύβ. 12. 25, 3, κτλ.˙ [[ὑπεροχή]], [[νίκη]], τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείας Πολύβ. 2. 1, 3. 2) [[ἐπικράτησις]], Πλούτ. 2. 906C, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 80. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἡ οὖσα ὑπὸ τὸ [[κράτος]], τήν ἐξουσίαν τινός, ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας Ξεν. Ἀν. 7. 6, 42˙ [[κρήνη]] δὲ ἡδέος ὕδατος... ἐπ’ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ χωρίου, [[αὐτόθι]] 6. 4, 4˙ φθάνει... εἰς τὴν Καρχηδονίαν ἐπικράτειαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Ἐπιστ. 349C. - Ἐπὶ γλώσσης, [[χρῆσις]], Ἀπολλ. Δ. Σύντ. 326. 13, Ἀριστείδ. Κυντ. 44. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικράτεια:''' ἡ (ἐπικρᾰτής),<br /><b class="num">I.</b> [[κυριότητα]], [[κυριαρχία]], [[κατοχή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[χώρα]], [[βασίλειο]], [[κυριαρχία]], [[κτήση]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπικράτεια:''' ἡ (ἐπικρᾰτής),<br /><b class="num">I.</b> [[κυριότητα]], [[κυριαρχία]], [[κατοχή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[χώρα]], [[βασίλειο]], [[κυριαρχία]], [[κτήση]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπικράτεια]], ἡ, [ἐπικρᾰτής]<br /><b class="num">I.</b> [[mastery]], [[dominion]], [[possession]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of a [[country]], a [[realm]], [[dominion]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ἐπικράτεια]], ἡ, [ἐπικρᾰτής]<br /><b class="num">I.</b> [[mastery]], [[dominion]], [[possession]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of a [[country]], a [[realm]], [[dominion]], Xen. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[superiority]]=== | |||
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: [[優勢]], [[优势]], [[優越]], [[优越]]; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: [[supériorité]]; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: [[Überlegenheit]]; Greek: [[ανωτερότητα]], [[υπεροχή]]; Ancient Greek: [[βελτιότης]], [[διαφορά]], [[ἐκπρέπεια]], [[ἐπικράτεια]], [[ἐπικράτησις]], [[περισσεία]], [[περισσότης]], [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεξία]], [[πλεονεξίη]], [[προτέρημα]], [[προτέρησις]], [[ὑπέρβλημα]], [[ὑπερβολή]], [[ὑπεροχή]], [[ὑπερτερία]], [[ὑπερφέρεια]]; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: [[superiorità]]; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: [[superioritas]]; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: [[superioridade]]; Romanian: superioritate; Russian: [[превосходство]], [[старшинство]]; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: [[superioridad]]; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 11 October 2024
English (LSJ)
ἡ,
A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.
2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν ἐ. S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.
3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν.. κατὰ τὴν ἐ… στροβοῦνται Polystr.p.22 W.; αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8.
II. of a country, realm, dominion, ἄπιμεν.. ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep.349c; of a Roman province, Ph. 2.518,583 (pl.).
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, Übergewalt, Oberherrschaft, Gewalt; ἔξω τῆς τοῦ τυράννου ἐπικρατείας γίγνεσθαι Xen. Hier. 6, 13; öfter Pol.; Sieg, 2, 1, 3, D. Cass. 65, 18; – das Gebiet, εἰς τὴν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν φυγεῖν Plat. Ep. VII, 349 c; κρήνη ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. An. 6, 2, 4; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 empire, souveraineté;
2 empire sur soi-même;
3 pays soumis à une domination, empire, royaume.
Étymologie: *ἐπικρατής.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράτεια: (ρᾰ) ἡ
1 господство, владычество, власть, обладание: καταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. передать что-л. в чье-л. владение;
2 владения, область (Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.): κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. источник, текущий в этой области;
3 (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.: κατ᾽ ἐπικράτειαν Sext. в большей части.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράτεια: ἡ, (ἐπικρᾰτὴς) κυριότης, κυριαρχία, κατοχή, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28, Πολύβ. 12. 25, 3, κτλ.˙ ὑπεροχή, νίκη, τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείας Πολύβ. 2. 1, 3. 2) ἐπικράτησις, Πλούτ. 2. 906C, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 80. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἡ οὖσα ὑπὸ τὸ κράτος, τήν ἐξουσίαν τινός, ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας Ξεν. Ἀν. 7. 6, 42˙ κρήνη δὲ ἡδέος ὕδατος... ἐπ’ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ χωρίου, αὐτόθι 6. 4, 4˙ φθάνει... εἰς τὴν Καρχηδονίαν ἐπικράτειαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Ἐπιστ. 349C. - Ἐπὶ γλώσσης, χρῆσις, Ἀπολλ. Δ. Σύντ. 326. 13, Ἀριστείδ. Κυντ. 44.
Greek Monolingual
η (AM ἐπικράτεια) επικρατής
εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.)
νεοελλ.
«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης
νεοελλ.-μσν.
κράτος, πολιτεία, χώρα που υπάγεται σε ενιαίο διοίκηση («η ελληνική επικράτεια»)
μσν.
ο χρόνος της εξουσίας κάποιου
αρχ.-μσν.
κυριότητα, εξουσία, κυριαρχία
αρχ.
1. υπεροχή, νίκη («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», Πολ.)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) δύναμη, τάση για επικράτηση, υπερίσχυση
3. φρ. «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η θεωρία, η δοξασία που επικρατεί.
Greek Monotonic
ἐπικράτεια: ἡ (ἐπικρᾰτής),
I. κυριότητα, κυριαρχία, κατοχή, σε Ξεν.
II. λέγεται για χώρα, βασίλειο, κυριαρχία, κτήση, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπικράτεια, ἡ, [ἐπικρᾰτής]
I. mastery, dominion, possession, Xen.
II. of a country, a realm, dominion, Xen.
Translations
superiority
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство