στεφάνωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στεφᾰνωμα
|Full diacritics=στεφᾰ́νωμα
|Medium diacritics=στεφάνωμα
|Medium diacritics=στεφάνωμα
|Low diacritics=στεφάνωμα
|Low diacritics=στεφάνωμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stefanoma
|Transliteration C=stefanoma
|Beta Code=stefa/nwma
|Beta Code=stefa/nwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which surrounds, crown, wreath</b>, <span class="bibl">Thgn.1001</span>; βωμῶν <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4</span> (<span class="bibl">3</span>).<span class="bibl">62(80)</span>; <b class="b3">μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον σ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>684</span> (lyr.); <b class="b3">σ. πύργων</b> [the city's] [[coronal]] of towers, the [[encircling]] towers, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>122</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> a [[crown]] as the prize of victory, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>12.5</span>; σελίνων <span class="bibl">Id.<span class="title">I.</span> 2.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> pl., <b class="b2">the place where crowns</b> or <b class="b2">garlands were sold</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span> 303</span>(lyr.), <span class="bibl">Pherecr.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">plants used for making garlands</b>, <span class="bibl">Cratin. 150</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.1</span>, cf. <span class="bibl">Ath.15.672f</span>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">reward, honour, glory</b>, <b class="b3">πλούτου, Κυράνας</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.50</span>, <span class="bibl">9.4</span>; παγκρατίου <span class="bibl">Id.<span class="title">I.</span>4(3).44(62)</span>; <b class="b3">παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, σ. μόχθων</b> <b class="b2">as a reward</b> for... <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>355</span> (lyr.).</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which [[surround]]s, [[crown]], [[wreath]], Thgn.1001; βωμῶν Pi.''I.''4 (3).62(80); <b class="b3">μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα</b> [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''684 (lyr.); <b class="b3">στεφάνωμα πύργων</b> [the city's] [[coronal]] of [[tower]]s, the [[encircling]] towers, Id.''Ant.''122 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> a [[crown]] as the [[prize]] of [[victory]], Pi.''P.''12.5; σελίνων Id.''I.'' 2.15.<br><span class="bld">3</span> pl., the [[place]] where [[crown]]s or [[garland]]s were sold, Ar.''Ec.'' 303(lyr.), Pherecr.2.<br><span class="bld">4</span> [[plant]]s used for making [[garland]]s, Cratin. 150, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.6.1, cf. Ath.15.672f, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[reward]], [[honour]], [[glory]], πλούτου, Κυράνας, Pi.''P.''1.50, 9.4; παγκρατίου Id.''I.''4(3).44(62); <b class="b3">παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στεφάνωμα μόχθων</b> as a [[reward]] for... E.''HF''355 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν θεαῖν [[ἀρχαῖον]] [[στεφάνωμα]], Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch [[στεφάνωμα]] μόχθων, Eur. Herc. Fur. 355.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν θεαῖν [[ἀρχαῖον]] [[στεφάνωμα]], Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch [[στεφάνωμα]] μόχθων, Eur. Herc. Fur. 355.
}}
{{ls
|lstext='''στεφάνωμα''': [ᾰ], τό, τὸ περιβάλλον, περικυκλοῦν, [[στέμμα]], [[στέφανος]], Θεόγν. 995· βωμῶν Πινδ. Ι. 4. 106· μεγάλαιν θαῖν [[ἀρχαῖον]] στ. Σοφ. Ο. Κ. 684· στ. πύργων, οἱ πύργοι τῆς πόλεως οἱ περιστέφοντες αυτήν, Σοφ. Ἀντ. 122, πρβλ. Ο. Κ. 14. 2) [[στέφανος]] ὡς [[βραβεῖον]] νίκης, Πινδ. Π. 12. 9· σελίνων Ι. 2. 22. 3) ἐν τῷ πληθ., ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] στέφανοι ἐπωλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 503, Φέρεκρ. Ἀγ. 2. 4) ἐπὶ φυτῶν ὦν ἐγἰνετο [[χρῆσις]] εἰς κατασκευὴν στεφάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6. 1, πρβλ. Ἀθήν. 672Α, F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνταμοιβή, [[κόσμημα]], [[τιμή]], [[δόξα]], πλούτου, Κυράνας Πινδ. Π. 1. 96., 9. 5, πρβλ. Ι. 4 (3). 76· παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στ. μόχθων, ὡς [[ἀμοιβή]], [[ἀνταπόδοσις]].., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 355.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte : [[στεφάνωμα]] πύργων SOPH enceinte de tours.<br />'''Étymologie:''' [[στεφανόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enceinte : [[στεφάνωμα]] πύργων SOPH enceinte de tours.<br />'''Étymologie:''' [[στεφανόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στεφάνωμα -ατος, τό [στεφανόω] krans; als prijs voor atleten; Pind.; overdr..; πύργων van torens Soph. Ant. 122; plur. τὰ στεφανώματα kransenmarkt. Aristoph. Eccl. 303. overdr. prijs, eerbewijs, onderscheiding, beloning.
}}
{{elru
|elrutext='''στεφάνωμα:''' ατος (φᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> [[ограда]], [[кольцо]], [[круг]] (βωμῶν Pind.): σ. πύργων Soph. крепостные башни;<br /><b class="num">2</b> [[венок]], [[венец]] (σελίνων Pind.);<br /><b class="num">3</b> досл. победный венок, перен. награда (παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>στεφᾰνωμα</b> (-ωμ(α) acc., -ώματα acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[crown]] προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα [[φέρε]] στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (N. 5.54) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων at the Isthmian games (I. 2.15) Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ [[ἀνδρῶν]] Ἐχεκράτει παιδὶ Πυθαγγέλω [[στεφάνωμα]] ?fr. 333a. 7. met., τιμὰν οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου [[στεφάνωμα]] Κυράνας (P. 9.4) [[δέξαι]] [[στεφάνωμα]] τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (v. νεόδματος) (I. 4.62)
|sltr=<b>στεφᾰνωμα</b> (-ωμ(α) acc., -ώματα acc.) [[crown]] προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα [[φέρε]] στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (N. 5.54) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων at the [[Isthmian Games]] (I. 2.15) Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ [[ἀνδρῶν]] Ἐχεκράτει παιδὶ Πυθαγγέλω [[στεφάνωμα]] ?fr. 333a. 7. met., τιμὰν οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου [[στεφάνωμα]] Κυράνας (P. 9.4) [[δέξαι]] [[στεφάνωμα]] τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (v. νεόδματος) (I. 4.62)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεφανῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />η [[τέλεση]] του μυστηρίου του γάμου, η [[στέψη]], ο [[γάμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στεφανώνω]], [[τοποθέτηση]] στεφάνου στο [[κεφάλι]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[τοποθέτηση]] στεφάνου σε [[ηρώο]], σε ανδριάντα ή σε [[άλλο]] [[μνημείο]] σε [[ένδειξη]] [[τιμής]] και σεβασμού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναγνώριση]] της αξίας κάποιου με υλική ή [[ηθική]] [[αμοιβή]]<br />β) τελική [[επισφράγιση]], τελικό [[επιστέγασμα]] («ήταν το [[στεφάνωμα]] τών προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής»)<br />γ) [[επιβράβευση]], επίσημη [[αναγνώριση]] τών προσπαθειών κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλά στεφανώματα» — λέγεται ως [[ευχή]] σε αρραβωνιασμένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που περιβάλλει [[κάτι]] σαν [[στέφανος]] («[[στεφάνωμα]] πύργων» — [[περιτείχισμα]] πόλης, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέφανος]], [[στέμμα]]<br /><b>3.</b> [[στεφάνι]] ως [[βραβείο]] νίκης και, γενικά, ως [[ανταμοιβή]]<br /><b>4.</b> [[δόξα]], [[τιμή]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στεφανώματα</i><br />α) [[τόπος]] πώλησης στεφάνων ή στεμμάτων<br />β) φυτά χρήσιμα για την [[κατασκευή]] στεφάνων ή στεμμάτων.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στεφανῶ]], -ώνω<br />η [[τέλεση]] του μυστηρίου του γάμου, η [[στέψη]], ο [[γάμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στεφανώνω]], [[τοποθέτηση]] στεφάνου στο [[κεφάλι]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[τοποθέτηση]] στεφάνου σε [[ηρώο]], σε ανδριάντα ή σε [[άλλο]] [[μνημείο]] σε [[ένδειξη]] [[τιμής]] και σεβασμού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναγνώριση]] της αξίας κάποιου με υλική ή [[ηθική]] [[αμοιβή]]<br />β) τελική [[επισφράγιση]], τελικό [[επιστέγασμα]] («ήταν το [[στεφάνωμα]] τών προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής»)<br />γ) [[επιβράβευση]], επίσημη [[αναγνώριση]] τών προσπαθειών κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «καλά στεφανώματα» — λέγεται ως [[ευχή]] σε αρραβωνιασμένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που περιβάλλει [[κάτι]] σαν [[στέφανος]] («[[στεφάνωμα]] πύργων» — [[περιτείχισμα]] πόλης, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέφανος]], [[στέμμα]]<br /><b>3.</b> [[στεφάνι]] ως [[βραβείο]] νίκης και, γενικά, ως [[ανταμοιβή]]<br /><b>4.</b> [[δόξα]], [[τιμή]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στεφανώματα</i><br />α) [[τόπος]] πώλησης στεφάνων ή στεμμάτων<br />β) φυτά χρήσιμα για την [[κατασκευή]] στεφάνων ή στεμμάτων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεφάνωμα:''' [ᾰ], -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που περικλείει, που περιβάλλει, που περιστέφει [[στέμμα]] ή [[στεφάνι]], σε Θέογν., Πίνδ.· [[στεφάνωμα]] πύργων, πύργοι που περιβάλλουν, που στεφανώνουν την πόλη, η [[κορωνίδα]] των πύργων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφάνι]] ως έπαθλο νίκης, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τιμή]], [[δόξα]], στον ίδ.
|lsmtext='''στεφάνωμα:''' [ᾰ], -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> αυτό που περικλείει, που περιβάλλει, που περιστέφει [[στέμμα]] ή [[στεφάνι]], σε Θέογν., Πίνδ.· [[στεφάνωμα]] πύργων, πύργοι που περιβάλλουν, που στεφανώνουν την πόλη, η [[κορωνίδα]] των πύργων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[στεφάνι]] ως έπαθλο νίκης, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τιμή]], [[δόξα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στεφάνωμα:''' ατος (φᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> ограда, кольцо, круг (βωμῶν Pind.): σ. πύργων Soph. крепостные башни;<br /><b class="num">2)</b> венок, венец (σελίνων Pind.);<br /><b class="num">3)</b> досл. победный венок, перен. награда (παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.).
|lstext='''στεφάνωμα''': [ᾰ], τό, τὸ περιβάλλον, περικυκλοῦν, [[στέμμα]], [[στέφανος]], Θεόγν. 995· βωμῶν Πινδ. Ι. 4. 106· μεγάλαιν θαῖν [[ἀρχαῖον]] στ. Σοφ. Ο. Κ. 684· στ. πύργων, οἱ πύργοι τῆς πόλεως οἱ περιστέφοντες αυτήν, Σοφ. Ἀντ. 122, πρβλ. Ο. Κ. 14. 2) [[στέφανος]] ὡς [[βραβεῖον]] νίκης, Πινδ. Π. 12. 9· σελίνων Ι. 2. 22. 3) ἐν τῷ πληθ., ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] στέφανοι ἐπωλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 503, Φέρεκρ. Ἀγ. 2. 4) ἐπὶ φυτῶν ὦν ἐγἰνετο [[χρῆσις]] εἰς κατασκευὴν στεφάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6. 1, πρβλ. Ἀθήν. 672Α, F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνταμοιβή, [[κόσμημα]], [[τιμή]], [[δόξα]], πλούτου, Κυράνας Πινδ. Π. 1. 96., 9. 5, πρβλ. Ι. 4 (3). 76· παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στ. μόχθων, ὡς [[ἀμοιβή]], [[ἀνταπόδοσις]].., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 355.
}}
{{elnl
|elnltext=στεφάνωμα -ατος, τό [στεφανόω] krans; als prijs voor atleten; Pind.; overdr..; πύργων van torens Soph. Ant. 122; plur. τὰ\n στεφανώματα kransenmarkt. Aristoph. Eccl. 303. overdr. prijs, eerbewijs, onderscheiding, beloning.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> that [[which]] surrounds, a [[crown]] or [[wreath]], Theogn., Pind.; στ. πύργων [the [[city]]'s] [[coronal]] of towers, Soph.<br /><b class="num">2.</b> a [[crown]] as the [[prize]] of [[victory]], Pind.<br /><b class="num">3.</b> an [[honour]], [[glory]], Pind.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> that [[which]] surrounds, a [[crown]] or [[wreath]], Theogn., Pind.; στ. πύργων [the [[city]]'s] [[coronal]] of towers, Soph.<br /><b class="num">2.</b> a [[crown]] as the [[prize]] of [[victory]], Pind.<br /><b class="num">3.</b> an [[honour]], [[glory]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰ́νωμα Medium diacritics: στεφάνωμα Low diacritics: στεφάνωμα Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ
Transliteration A: stephánōma Transliteration B: stephanōma Transliteration C: stefanoma Beta Code: stefa/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001; βωμῶν Pi.I.4 (3).62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα S.OC684 (lyr.); στεφάνωμα πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant.122 (lyr.).
2 a crown as the prize of victory, Pi.P.12.5; σελίνων Id.I. 2.15.
3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2.
4 plants used for making garlands, Cratin. 150, Thphr. HP 6.6.1, cf. Ath.15.672f, Hsch.
II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4; παγκρατίου Id.I.4(3).44(62); παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στεφάνωμα μόχθων as a reward for... E.HF355 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 940] τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν θεαῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα, Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch στεφάνωμα μόχθων, Eur. Herc. Fur. 355.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enceinte : στεφάνωμα πύργων SOPH enceinte de tours.
Étymologie: στεφανόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεφάνωμα -ατος, τό [στεφανόω] krans; als prijs voor atleten; Pind.; overdr..; πύργων van torens Soph. Ant. 122; plur. τὰ στεφανώματα kransenmarkt. Aristoph. Eccl. 303. overdr. prijs, eerbewijs, onderscheiding, beloning.

Russian (Dvoretsky)

στεφάνωμα: ατος (φᾰ) τό
1 ограда, кольцо, круг (βωμῶν Pind.): σ. πύργων Soph. крепостные башни;
2 венок, венец (σελίνων Pind.);
3 досл. победный венок, перен. награда (παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.).

English (Slater)

στεφᾰνωμα (-ωμ(α) acc., -ώματα acc.) crown προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (N. 5.54) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων at the Isthmian Games (I. 2.15) Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκράτει παιδὶ Πυθαγγέλω στεφάνωμα ?fr. 333a. 7. met., τιμὰν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας (P. 9.4) δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (v. νεόδματος) (I. 4.62)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεφανῶ, -ώνω
η τέλεση του μυστηρίου του γάμου, η στέψη, ο γάμος
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου
2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού
3. μτφ. α) αναγνώριση της αξίας κάποιου με υλική ή ηθική αμοιβή
β) τελική επισφράγιση, τελικό επιστέγασμα («ήταν το στεφάνωμα τών προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής»)
γ) επιβράβευση, επίσημη αναγνώριση τών προσπαθειών κάποιου
4. φρ. «καλά στεφανώματα» — λέγεται ως ευχή σε αρραβωνιασμένους
αρχ.
1. καθετί που περιβάλλει κάτι σαν στέφανοςστεφάνωμα πύργων» — περιτείχισμα πόλης, Σοφ.)
2. στέφανος, στέμμα
3. στεφάνι ως βραβείο νίκης και, γενικά, ως ανταμοιβή
4. δόξα, τιμή
5. στον πληθ. τὰ στεφανώματα
α) τόπος πώλησης στεφάνων ή στεμμάτων
β) φυτά χρήσιμα για την κατασκευή στεφάνων ή στεμμάτων.

Greek Monotonic

στεφάνωμα: [ᾰ], -ατος, τό,
1. αυτό που περικλείει, που περιβάλλει, που περιστέφει στέμμα ή στεφάνι, σε Θέογν., Πίνδ.· στεφάνωμα πύργων, πύργοι που περιβάλλουν, που στεφανώνουν την πόλη, η κορωνίδα των πύργων, σε Σοφ.
2. στεφάνι ως έπαθλο νίκης, σε Πίνδ.
3. τιμή, δόξα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

στεφάνωμα: [ᾰ], τό, τὸ περιβάλλον, περικυκλοῦν, στέμμα, στέφανος, Θεόγν. 995· βωμῶν Πινδ. Ι. 4. 106· μεγάλαιν θαῖν ἀρχαῖον στ. Σοφ. Ο. Κ. 684· στ. πύργων, οἱ πύργοι τῆς πόλεως οἱ περιστέφοντες αυτήν, Σοφ. Ἀντ. 122, πρβλ. Ο. Κ. 14. 2) στέφανος ὡς βραβεῖον νίκης, Πινδ. Π. 12. 9· σελίνων Ι. 2. 22. 3) ἐν τῷ πληθ., ὁ τόπος ἔνθα στέφανοι ἐπωλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 503, Φέρεκρ. Ἀγ. 2. 4) ἐπὶ φυτῶν ὦν ἐγἰνετο χρῆσις εἰς κατασκευὴν στεφάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6. 1, πρβλ. Ἀθήν. 672Α, F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνταμοιβή, κόσμημα, τιμή, δόξα, πλούτου, Κυράνας Πινδ. Π. 1. 96., 9. 5, πρβλ. Ι. 4 (3). 76· παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στ. μόχθων, ὡς ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις.., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 355.

Middle Liddell

1. that which surrounds, a crown or wreath, Theogn., Pind.; στ. πύργων [the city's] coronal of towers, Soph.
2. a crown as the prize of victory, Pind.
3. an honour, glory, Pind.