πιθάκνη: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pithakni
|Transliteration C=pithakni
|Beta Code=piqa/knh
|Beta Code=piqa/knh
|Definition=ἡ, Att. φῐδάκνη Moer.<span class="bibl">p.392</span> P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος):—[[cask]] or [[jar]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>546</span>, Ion Trag.<span class="bibl">10</span>, <span class="title">BCH</span>50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., <span class="bibl">D.30.28</span>, <span class="bibl">Pl.Com.114</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>49</span>, <span class="title">OGI</span>483.149 (Pergam., ii A.D.); <b class="b3">οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις</b> live in [[casks]], as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>792</span>; <b class="b3">π. ἰατρική</b> a medicine-[[jar]], Gal.19.115, cf. <span class="bibl"><span class="title">UP</span>4.3</span>:—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, <span class="bibl">Poll.10.74</span>, <span class="bibl">131</span>; Dim. πῐθάκνιον, τό, <span class="bibl">Eub.132</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>265</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>4</span>, etc. (Dim. of [[πίθος]], as [[πολίχνη]] of [[πόλις]], Sch.Ar.<span class="title">Eq.</span>l.c.)
|Definition=ἡ, Att. [[φιδάκνη]] Moer.p.392 P., Phot., Lacon. πῐσάκνα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: ([[πίθος]]):—[[cask]] or [[jar]], Ar.''Pl.''546, Ion Trag.10, ''BCH''50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., D.30.28, Pl.Com.114, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''49, ''OGI''483.149 (Pergam., ii A.D.); <b class="b3">οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις</b> live in [[casks]], as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''792; <b class="b3">π. ἰατρική</b> a medicine-[[jar]], Gal.19.115, cf. ''UP''4.3:—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, Poll.10.74, 131; Dim. πῐθάκνιον, τό, Eub.132, Hyp.''Fr.''265, Luc.''Hist.Conscr.''4, etc. (Dim. of [[πίθος]], as [[πολίχνη]] of [[πόλις]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''l.c.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πιθάκνη -ης, ἡ [πίθος] [[kruik]], [[vat]].
|elnltext=πιθάκνη -ης, ἡ [πίθος] [[kruik]], [[vat]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:30, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθάκνη Medium diacritics: πιθάκνη Low diacritics: πιθάκνη Capitals: ΠΙΘΑΚΝΗ
Transliteration A: pitháknē Transliteration B: pithaknē Transliteration C: pithakni Beta Code: piqa/knh

English (LSJ)

ἡ, Att. φιδάκνη Moer.p.392 P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος):—cask or jar, Ar.Pl.546, Ion Trag.10, BCH50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., D.30.28, Pl.Com.114, Thphr. Sign.49, OGI483.149 (Pergam., ii A.D.); οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις live in casks, as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, Ar.Eq.792; π. ἰατρική a medicine-jar, Gal.19.115, cf. UP4.3:—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, Poll.10.74, 131; Dim. πῐθάκνιον, τό, Eub.132, Hyp.Fr.265, Luc.Hist.Conscr.4, etc. (Dim. of πίθος, as πολίχνη of πόλις, Sch.Ar.Eq.l.c.)

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, att. φιδάκνη, lakon. πισάκνη, Polem. bei Ath. XIII, 483 d, eine Art Weingefäß, Faß, Ael. H. A. 12, 41 u. a. Sp., nach den Alten dim. von πίθος. – Bei Dem. 20, 28 zu den σκεύη γεωργικά gerechnet. Bei Ar. Equ. 789 erkl. der Schol. οἰκεῖν ἐν ταῖσι πιθάκναις, vom Wohnen in einsamen Gegenden, es ist aber eigtl. in Fässern wohnen, weil es an anderem Obdach fehlt; vgl. Thuc. 2, 14. 17.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit tonneau.
Étymologie: πίθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθάκνη -ης, ἡ [πίθος] kruik, vat.

Russian (Dvoretsky)

πῐθάκνη:бочонок или бочка Plat., Arph., Arst., Plut.

Greek Monolingual

και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α
1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῦν τ' ἐν ταῖς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.)
2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών
3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» — δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό γουδί (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + υποκορ. επίθημα -άκνη το οποίο πιθ. έχει προέλθει από το επίθημα -ίχνη (πρβλ. κυλίχνη, πελίχνη), με ανομοιωτική τροπή του δασέος -χ- σε κλειστό -κ- και του -ι- σε -α- (πιθ-ίχνη > πιθ-άκνη) ή κατ' επίδραση τών τύπων με -ακ- (πρβλ. πίναξ, -ακος, πύνδαξ, -ακος). Ο τ. φιδάκνη, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του φείδομαι «μεταχειρίζομαι με φειδώ, κάνω οικονομία» λόγω του ότι το πιθάρι χρησιμοποιείται για εναπόθεση, αποταμίευση προμηθειών. Ο τ. πισάκνα με τροπή του -θ- σε -σ-].

Greek Monotonic

πῐθάκνη: Αττ. φῐδάκνη, ἡ (πίθος), βαρέλι ή δοχείο για κρασι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται στην αποθήκευση σύκων μέσα σ' αυτό, σε Δημ.· απ' όπου, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζω σε πιθάρι, όπως οι Αθηναίοι μέτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθάκνη: ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. (ὁπόθεντύπος οὗτος ἐπανορθωτέος παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· (πίθος)· ― εἶδος πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: ἐντεῦθεν παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, κιβώτιον φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ λέξις εἶναι ὑποκορ. τοῦ πίθος, ὡς τὸ πολίχνη τοῦ πόλις, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.).

Middle Liddell

πίθος
a wine-cask or jar, Ar.; used for storing figs in, Dem.: hence, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις to live in casks, as Athenian immigrants were forced to do during the Peloponn. war, Ar.