σύγκλεισις: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
(CSV import) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkleisis | |Transliteration C=sygkleisis | ||
|Beta Code=su/gkleisis | |Beta Code=su/gkleisis | ||
|Definition=old Att. ξύγκλῃσις, | |Definition=old Att. [[ξύγκλῃσις]], συγκλείσεως, ἡ: ([[συγκλείω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[shutting up]], [[closing up]] (of a line of battle), Th.5.71; <b class="b3">τῆς φάλαγγος ἡ σ.</b> Arr.''An.''1.4.3; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 36.<br><span class="bld">2</span> [[locking up]], [[safe storage]], σίτου ''PLond.''2.237.21 (iv A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[a being closed]], <b class="b3">ἰσχυρὰν.. τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται</b> has them closely locked together, Pl.''Ti.''81b, cf. Hp.''Loc.Hom.''6; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Arist.''Spir.''484b22; [[locking]] of shields in [[χελώνη]], Arr.''Tact.''11.6.<br><span class="bld">2</span> [[συγκλείσεις]] = [[narrow pass]]es, [[defile]]s, Plb.5.44.7, [[varia lectio|v.l.]] for [[συγκλίσεις]] in Plu.''Cam.''41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ἡ, das [[Zusammenschließen]], die [[Verbindung]], ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fermeture d'un corps dont les parties se | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent]] ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> αἱ συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] [[aaneensluiting]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[запирание]], [[смыкание]] (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2</b> pl. [[узкий проход]], [[ущелье]], [[ложбина]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύγκλεισις''': ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· ([[συγκλείω]])· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα [[εἶναι]] συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως [[χάριν]] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[συγκλινίαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ ''Att.'' ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[coniunctio]]'', [[union]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.71.1/ 5.71.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ξυγκλείσεως] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:41, 16 November 2024
English (LSJ)
old Att. ξύγκλῃσις, συγκλείσεως, ἡ: (συγκλείω):—
A shutting up, closing up (of a line of battle), Th.5.71; τῆς φάλαγγος ἡ σ. Arr.An.1.4.3; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Thphr. De Odoribus 36.
2 locking up, safe storage, σίτου PLond.2.237.21 (iv A.D.).
II a being closed, ἰσχυρὰν.. τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται has them closely locked together, Pl.Ti.81b, cf. Hp.Loc.Hom.6; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Arist.Spir.484b22; locking of shields in χελώνη, Arr.Tact.11.6.
2 συγκλείσεις = narrow passes, defiles, Plb.5.44.7, v.l. for συγκλίσεις in Plu.Cam.41.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne ou masse de troupes impénétrable;
2 αἱ συγκλείσεις défilé resserré.
Étymologie: συγκλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.
Russian (Dvoretsky)
σύγκλεισις: староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ
1 запирание, смыкание (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;
2 pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut.
Greek Monotonic
σύγκλεισις: αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ (συγκλείω),
I. ερμητικό κλείσιμο, αποκλεισμός, πύκνωση (λέγεται για παράταξη μάχης ή μάχη), σε Θουκ.
II. στενό πέρασμα, δίοδος στενή, κλεισούρα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλεισις: ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· (συγκλείω)· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα εἶναι συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ συγκλινίαι).
Middle Liddell
σύγκλεισις, ολδ Att. ξύγκλῃσις, εως, συγκλείω
I. a shutting up, closing up (of a line of battle), Thuc.
II. a narrow pass, defile, Plut.
Lexicon Thucydideum
coniunctio, union, 5.71.1, [vulgo commonly ξυγκλείσεως]