λίθος: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[usually]] m.: [[stone]], [[rock]]; [[fig]]. as [[symbol]] of [[firmness]], or of [[harshness]], Od. 19.494, Il. 4.510.
|auten=[[usually]] m.: [[stone]], [[rock]]; [[fig]]. as [[symbol]] of [[firmness]], or of [[harshness]], Od. 19.494, Il. 4.510.
}}
{{Slater
|sltr=<b>λῐθος</b> (-ου, -ῳ, -ον; -ων.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[stone]] [[ὕπερ]]/ κρέμασε καρτερὸν [[αὐτῷ]] (= Ταντάλῳ) λίθον (O. 1.57) μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ [[φθόνος]] (O. 8.55) νεόκτιστον λίθων βωμοῖο [[θέναρ]] (Tric.: λίθινον codd.: of a [[stone]] [[altar]]) (P. 4.206) εἰ δέ [[τοι]] μάτρῳ μ' [[ἔτι]] Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν [[θέμεν]] Παρίου λίθου λευκοτέραν [[marble]] (N. 4.81) [[ἐπειδὴ]] τὸν [[ὑπὲρ]] [[κεφαλᾶς]] γε Ταντάλου λίθον [[παρά]] [[τις]] ἔτρεψεν [[ἄμμι]] [[θεός]] (τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) (I. 8.10) met., [[σεῦ]] δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον [[ἕκατι]] ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 8.47)
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίθος Medium diacritics: λίθος Low diacritics: λίθος Capitals: ΛΙΘΟΣ
Transliteration A: líthos Transliteration B: lithos Transliteration C: lithos Beta Code: li/qos

English (LSJ)

[ῐ], ου, o( (v. infr. 11),

   A stone, Hom., etc.; esp. of the stones thrown by warriors, τρηχὺς λ., λ. ὀκριόεις, Il.5.308, 8.327; also, stonequoit, Od.8.190; ἑλέσθαι . . ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4; of building- stones, λίθοι βασιλικοί PSI4.423.28, PCair.Zen.499.20 (both iii B.C.): prov., ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ S.Fr.37; λίθον ἕψειν 'to lose one's labour', Ar.V.280; also of stupid persons, 'blockheads', λίθοι Id.Nu.1202, cf. Thgn.568, Pl.Hp.Ma.292d, Gal.9.656; λ. τις, ou) dou/lh Herod.6.4; προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λ., of Niobe, Philem.101; ὥσπερ λίθον ζῆν Pl.Grg.494a sq.; λίθῳ λαλεῖς prov. of ἀναίσθητοι, Macar.5.61.    2 stone as a substance, opp. wood, flesh, etc., ἐπεὶ οὔ σφι λ. χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510; λαοὺς δὲ λίθους ποίησε turned into stone, petrified, 24.611, cf. Pl.Smp.198c; so [νῆα] θεῖναι λ. Od.13.156; as an emblem of hard-heartedness, σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο 23.103, cf. Theoc.3.18.    II λίθος, ἡ, twice in Hom., Il.12.287, Od.19.494, just like masc., also in Theoc.7.26, Bion Fr.1.2: later mostly of some special stone, as the magnet is called Μαγνῆτις λ. by E.Fr.567 (but ἡ λίθος simply in Democr.11k, Arist.Ph. 267a2, cf. v.l. de An.405a20); also Λυδία λ. by S.Fr.800 (but in B.Fr. 10 J. Λυδία λ. = touchstone); Ἡρακλεία λ. by Pl.Ion533d, Epicur.Fr. 293; so of a touchstone, Pl.Grg.486d; ἡ διαφανὴς λ. a piece of crystal used for a burning-glass, Ar.Nu.767, cf. Luc.Alex.21; χυτὴ λ. was perh. a kind of glass, and so an older name for ὕαλος, Epin.1.8 (the same thing as the ἀρτήματα λίθινα χυτά in Hdt.2.69; cf. τὴν ὕαλον . . ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Pl.Ti.61c); λ. = precious stone is fem. in Hp.Nat.Mul.99, IG22.1421.92, 1460.21, but masc. in Hdt.2.44, etc.; in the sense of marble mostly masc., λευκὸς λ. Id.4.87 (simply λίθος 1.164), S.Fr.330 (λευκοὶ λ. is opp. πέτρινοι λ. Supp.Epigr.4.446.8 (Didyma)); Πάριος λ. Pi.N.4.81, Hdt.3.57; Ταινάριος λ. Str.8.5.7; λ. Θάσιος, Αἰγύπτιος, etc., Paus.1.18.6, etc.; κογχίτης Id.1.44.6; κογχυλιάτης X.An.3.4.10; but Παρία λ. Theoc.6.38, Luc.Am.13; cf. λυχνίας, -ίτης; πώρινος λ. tufa, Hdt.5.62.    2 collectively, πέφυκε λίθος . . ἄφθονος, ἐξ οὗ . . X.Vect.1.4.    III grave-stone (fem.), Call.Epigr.8.1.    IV at Athens, λίθος, ὁ, was a name for various blocks of stone used for rostra or platforms, as,    1 the βῆμα (q.v.) of the Pnyx, Ar.Ach.683, Pax 680, Ec.87.    2 another in the ἀγορά used by the κήρυκες, Plu.Sol.8; prob. the same as ὁ πρατὴρ λ., on which the auctioneer stood when selling slaves, etc., Poll.3.78, cf. 126.    3 an altar in the ἀγορά, at which the Thesmothetae, arbitrators, and witnesses took their oaths, Philoch.65, D.54.26 (restored from Harp. s.v. λίθος), Arist.Ath.7.1, 55.5, Plu.Sol.25; cf. λιθωμότης.    4 two stones on which litigants stood in the Areopagus, Paus.1.28.5.    V piece on a draughtboard, Alc.82, Theoc. 6.18, cf. γραμμή 111.1: hence pron., πάντα λίθον κινεῖν Zen.5.63 (who explains it differently).    VI Medic., stone in the bladder, calculus, Arist.HA519b19, Hp.Morb.4.55, al.    VII Δία λίθον ὀμνύναι, = Lat. Jovem lapidem jurare, Plb.3.25.6.    VIII λίθοι χαλάζης hail- stones, LXX Jo.10.11.    IX λ. ὁ οὐ λ. the philosophers' stone, Zos. Alch.p.122 B.

German (Pape)

[Seite 45] 1) ὁ, der Stein, Felsblock; τρηχύς, ὀκριόεις, Il. 5, 308. 8, 327, ξεστός, Odyss. 3, 406; ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος, Il. 4, 510, vgl. 19, 494; σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od. 23, 103; so oft als Sinnbild des Unerbittlichen, Gefühllosen, Ar. Nubb. 1202, Plat. Hipp. mai. 292 d; vgl. auch ὥςπερ λίθον ζῆν, Gorg. 494 a; auch sprichwörtlich λίθῳ λαλεῖς, Paroemigr. App. 3, 68; vgl. Jacobs zu Ach. Tat. II, 815 ff. – Von der steinernen Wurfscheibe, Od. 8, 190; übh. Steine, welche die Kämpfenden auf einander schleudern, Hom. u. A.; μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος, Pind. Ol. 8, 55; oft τοῖς λίθοις βάλλειν, Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; τοῖς λίθοις τύπτειν ἐκ χειρός, Pol. 3, 13, 4; – λίθον τινὰ ποιεῖν, zu Stein machen, versteinern, Il. 24, 611 Od. 13, 156; μὴ αὐτόν με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειε Plat. Conv. 198 c. – Sprichwörtliche Vrbdgn sind noch μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν, Plat. Legg. VIII, 838 c; πάντα λίθον κινεῖν, eigtl. im Spiel jeden Stein ziehen (so sagt Theocr. 6, 18 τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον), d. i. Alles in Bewegung setzen, um einen Zweck zu erreichen; auch λίθον ἕψειν u. ähnl., s. Paroem. – In Athen ist ὁ ἐν τῇ πυκνὶ λίθος die steinerne Rednerbühne, von der herab die Redner zum Volk sprachen, B. A. 277, Oratt.; vgl. Ar. Ach. 683 Pax 680. – Auf der ἀγορά ist auch ὁ τοῦ κήρυκος λίθος, auf welchen sich der Herold stellt, wenn er Etwas öffentlich ausruft, Plut. Sol. 8; – auf einem andern Steine, ἐν ἀγορᾷ πρὸς τῷ λίθῳ, mußte jeder Thesmothet schwören, Plut. Sol. 25; – u. im Areopag stand der Kläger auf einem Steine, Harpocr. – 2) ἡ λίθος, bei Hom. = masc., von dem Wurfsteine, λίθοι θαμειαί, Il. 12, 287; στερεὴ λίθος Od. 19, 494. – Nach den Gramm. bes. die edleren, zur Politur u. feineren Bearbeitung geeigneten Steine, bes. Edelsteine, τὴν λίθον ταύτην ἑώρας τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, Ar. Nubb. 766; bei Her. 2, 44, σμαράγδου λίθου, ist das Genus nicht zu erkennen; bei Xen. ἦν ἡ κρηπὶς λίθου ξεστοῦ κογχυλιάτου, geglätteter Muschelmarmor, An. 3, 4, 10; ἡ Ἡρακλεία λίθος, der Magnet, Plat. Ion 533 d; Sp. auch ἡ μαγνῆτις λ, ; – ὴ μαργαρῖτις λ., Ath. III, 93 b. – Der Probierstein, τούτων τινὰ τῶν λίθων, ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat. Gorg. 486 d. – Auch der Grabstein, Anth.; – λίθων χυτὰ εἴδη, Plat. Tim. 61 b, wie συγ κυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epinic. bei Ath. X, 432, eine Art Glasfluß; so ist auch Her. 2, 69 ἀρτήματα λίθινα χυτά zu erkl. – Der Blasenstein, Arist. H. A. 3, 15 u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λίθος: [ῐ], -ου, (ἴδε κατωτ.), ὡς καὶ νῦν, λίθος, Ὅμ.· μάλιστα ἐπὶ τῶν λίθων οὓς ἔρριπτον οἱ πολεμισταί, τρηχὺς λ., λ. ὀκριόεις Ἰλ. Ε. 308, Θ. 327· ὡσαύτως, δίσκος λίθινος, Ὀδ. Θ. 190· ἑλέσθαι... ἐκ γαίας λίθον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 4· - παροιμ., ἐν παντὶ γάρ τι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· λίθον ἕψειν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστοφ. Σφ. 280· - ὡσαύτως, ἐπὶ ἠλιθιότητος, λίθοι, «ἀναίσθητοι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1202, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D· προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λίθος, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16· λίθου βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 494Α κἑξ.· λίθῳ λαλεῖν Παροιμιογρ. 2) λίθος ὡς οὐσία, ὡς ὕλη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξύλον, τὴν σάρκα, κτλ., ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Ἰλ. Δ. 510, πρβλ. Θέογν. 568· λίθον τινὰ ποιῆσαι ἢ θεῖναι, μετατρέψαι εἰς λίθον, ἀπολιθῶσαι, Ἰλ. Ω. 611, Ὀδ. Ν. 156, Πλάτ. Συμπ. 198C· ὡς ἔμβλημα σκληρᾶς καρδίας, σοὶ δ’ ἀεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Ὀδ. Ψ. 103, πρβλ. Θεόκρ. 3. 18. ΙΙ. λίθος, ἡ, παρ’ Ὁμ. δίς, Ἰλ. Μ. 287, Ὀδ. Τ. 494, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀρσ., ὡς καὶ ἐν Θεοκρ. 7. 26, Βίωνι 11. 2· -ἀλλὰ μετέπειτα τὸ θηλ. ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους λίθου, ὡς π.χ. ὁ μαγνήτης καλεῖται Μαγνῆτις λίθος, ὑπὸ Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 571 (ἀλλ’ ἁπλῶς: λίθος ἐν Ἀριστ. Φυσ. 8. 10, 9, πρβλ. διάφ. γραφ. π. Ψυχῆς 1. 2, 17)· Λυδία λίθος, ὑπὸ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 886· Ἡρακλεία λίθος, ὑπὸ Πλάτ. ἐν Ἴωνι 533D· οὕτως, ἐπὶ δοκισμαστικοῦ λίθου, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486D· ἡ διαφανὴς λίθος, τεμάχιον κρυστάλλου ἐν χρήσει πρὸς ἀνάφλεξιν διὰ τῆς συγκεντρώσεως ἡλιακῶν ἀκτίνων, Ἀριστοφ. Νεφ. 767· χυτὴ λίθος ἦτο ἴσως εἶδος ὑάλου, καὶ ἑπομένως τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὕαλος, Ἐπίνικ. ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1 (τὸ αὐτὸ καὶ ἁρτήματα λίθινα χυτὰ παρ’ Ἡροδ. 2. 69· πρβλ. τὴν ὕαλον... ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Πλάτ. Τίμ. 61Β). - κατὰ τοὺς Γραμμ. ὁ πολύτιμος λίθος ἦτο ἀείποτε γένους θηλ., ὡς παρ’ Ἱππ. 584. 41· ἀλλ’ ὁ κανὼν δὲν εἶναι ἀπόλυτος, ἴδε Ἡρόδ. 2. 44, Λουκ. Εἰκ. 11, κτλ.· μάλιστα τὸ θηλ. εἶναι κυρίως ποιητ., Ἰακώψιος ἐν Ἀνθ. Π. σ. 137· - ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαρμάρου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀρσενικῶς, λευκὸς λ. Ἡρόδ. 4. 87 (ἁπλῶς λίθος, 1. 164), Σοφ. Ἀποσπ. 307· Πάριος λ. Πινδ. Ν. 4. 130, Ἡρόδ. 3. 57· Ταινάριος λ. Στράβ. 367· Θάσιος, Αἰγύπτιος, κτλ., Παυσ. 1. 18, 6· κογχίτης Παυσ. 1. 44, 6· κογχυλιάτης Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10· ἀλλὰ Παρία λ. Θεόκρ. 6. 38, Λουκ. Ἔρωτ. 13, πρβλ. λυχνίας, -ίτης· -περιληπτικῶς, πέφυκε λίθος... ἄφθονος, ἐξ οὗ... Ξεν. Πόρ. 1, 4. ΙΙΙ. ἐπιτάφιος λίθος (θηλ.), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7. 1. IV. ἐν Ἀθήναις, λίθος (ἀρσ.) ἐκαλεῖτο καὶ τὸ βῆμα, 1) τὸ βῆμα τῆς Πνυκός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Εἰρ. 680, Ἐκκλ. 87. 2) ἕτερον ἐν τῇ ἀγορᾷ, ᾧ ἐχρῶντο οἱ κήρυκες, Πλουτ. Σόλων 8· πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ὁ πρατὴρ λ., ἐφ’ οὗ ἱστάμενος ὁ τῆς δημοπρασίας κήρυξ ἐπώλει δούλους κτλ., Πολυδ. Γ΄, 78, πρβλ. 126· ὅθεν tribuni empti de lapide παρὰ Cic. Pis. 15. 3) βωμὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ, παρ’ ᾧ οἱ Θεσμοθέται ὡρκίζοντο, Ἑρμηνευτ. εἰς Δημ. 1265. 6, Πλουτ. Σόλων 25· πρβλ. λιθωμότης. 4) τὸ ὕψωμα ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐφ’ οὗ ὁ κατήγορος ἵστατο, Ἁρπ. V) καὶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς κινεῖ λίθον, «ἡ λέξις μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν παιζόντων τὸ κοινολέκτως λεγόμενον ζατρίκιον· ἐκεῖνο γὰρ ὅταν πολλὰ ποιήσαντες οὐ δύνωνται ἑτέρως νικῆσαι τὸν ὅμοιον παίκτορα, κινοῦσι καὶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς λίθον, τὸν οὕτω βασιλέα καλούμενον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 18., ἴδε γραμμὴ ΙΙΙ. 1· ἐντεῦθεν παροιμ., πάντα λίθον κινεῖν, προσπαθῶ παντὶ τρόπῳ νὰ κερδήσω, Παροιμιογρ. σ. 363, ἴδε Elmsl. εἰς Ἡρακλ. 1002. IV. πέτρα τῆς κύστεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 2, ἴδε Foës. Oecon. Hipp. VII. λίθος τις ἐν χρήσει κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς ὅρκους, Δία λίθον Πολύβ. 3. 25, 6, πρβλ. Κικ. Fam. 7. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
I. pierre : λίθον τινὰ ποιῆσαι ou θεῖναι IL faire de qqn un bloc de pierre, pétrifier qqn ; σοὶ δ’ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο OD toujours ton cœur est plus dur qu’une pierre;
II. pierre à lancer ; disque, palet;
III. à Athènes :
1 pierre sur laquelle montait l’orateur dans la Pnyx;
2 pierre de l’agora pour les proclamations des hérauts;
3 autel sur l’agora;
IV. pierre précieuse;
V. pierre de touche;
VI.λίθος sorte de pion pour jouer;
VII. marbre.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Autenrieth)

usually m.: stone, rock; fig. as symbol of firmness, or of harshness, Od. 19.494, Il. 4.510.

English (Slater)

λῐθος (-ου, -ῳ, -ον; -ων.)
   1 stone ὕπερ/ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ (= Ταντάλῳ) λίθον (O. 1.57) μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος (O. 8.55) νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (Tric.: λίθινον codd.: of a stone altar) (P. 4.206) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν marble (N. 4.81) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός (τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) (I. 8.10) met., σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 8.47)